Για πολλούς ήταν ο αστέρας του 23ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Φιλοσοφίας και, τηρουμένων των αναλογιών, το κοινό του, οι καθηγητές με τις λευκές γενειάδες ή οι φιλομαθείς φοιτητές όλου του κόσμου, ως τέτοιον τον υποδέχθηκαν. Ετσι χθες το πρωί ο Γιούργκεν Χάμπερμας πήρε καταχειροκροτούμενος τη θέση του στο πόντιουμ, απ’ όπου επαναδιατύπωσε την πίστη του στο ευρωπαϊκό εγχείρημα ζητώντας από την ΕΕ, και κυρίως από το Βερολίνο, περισσότερη δημοκρατία και περισσότερη αλληλεγγύη.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Η συνεδρία ήταν αφιερωμένη στον κοσμοπολιτισμό –και αυτό φυσικά δεν σήμαινε περιπετειώδη ταξίδια ή αιθέριες υπάρξεις. Σήμαινε συζήτηση για τη «συνταγματοποίηση του διεθνούς δικαίου», για το μεγάλο ζήτημα του «πώς να δαμάσουμε και να διοχετεύσουμε την πολιτική εξουσία σε νομικούς όρους, πέρα από τα εθνικά όρια». Μια συζήτηση που, όπως εξήγησε ο γερμανός φιλόσοφος –προς ανακούφιση όσων αποζητούσαν τα σχόλιά του για την ευρωπαϊκή επικαιρότητα -, θα περιλάμβανε και παραδείγματα από την κρίση στην ευρωζώνη, που αποδεικνύουν ότι ο δρόμος προς μια παγκόσμια κοινωνία, χωρίς παγκόσμια κυβέρνηση, έχει και εμπόδια.

Οταν λοιπόν άρχισε να εξηγεί ότι η συμμετοχή των πολιτών στους μηχανισμούς υπερεθνικής λήψης αποφάσεων δεν συμβαδίζει με τον ρυθμό αύξησης της συνεργασίας μεταξύ των χωρών, όσοι τουλάχιστον ήξεραν ότι ζητήματα σαν αυτά επηρεάζουν την καθημερινότητά τους στην ευρωπαϊκή επικράτεια ετοιμάστηκαν για διεισδυτικές παρατηρήσεις επί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, των μελών της, της Ελλάδας. Εξορθολογίζεται μεν η άσκηση διεθνούς πολιτικής εξουσίας, είπε, «αυτό όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί τάση «εκπολιτισμού» της όσο οι διεθνείς οργανισμοί ασκούν το έργο τους στη βάση διεθνών συνθηκών, σε νομικές μορφές, αλλά όχι σε σύμπνοια με τον δημοκρατικά παραγόμενο νόμο, δηλαδή νομιμοποιημένα». Στο ζουμί τώρα. Τα τεχνοκρατικά καθεστώτα, είπε ο Γερμανός, θα συνεχίσουν να πολλαπλασιάζονται κάτω από τον αθώο τίτλο της διακυβέρνησης, όσο οι πηγές της δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν αξιοποιούνται και για υπερεθνικές εξουσίες. Θύμισε ότι οι τρεις πυλώνες κάθε δημοκρατικού συστήματος εντός ενός άλλου, υπερεθνικού, είναι «ο λαός ως φορέας της πολιτικής βούλησης, το κράτος ως οργανισμός που δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα να δρουν συλλογικά και η νόμιμα συγκροτημένη κοινότητα των πολιτών σαν εθελοντική ένωση ελεύθερων και ίσων ατόμων». Το ότι ο δρόμος προς μια υπερεθνική δημοκρατία μόνο εύκολος δεν είναι το αποδεικνύει η ευρωπαϊκή κρίση: «Χωρίς μια κοινή δημοσιονομική και οικονομική πολιτική που θα επεκταθεί στη συνέχεια και σε άλλα πεδία πολιτικών, όπως η φορολογία και η κοινωνική πολιτική, η ευρωπαϊκή οικονομική ένωση δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στη σταθερότητα στο άμεσο μέλλον. Μακροπρόθεσμα», συνέχισε, «ο δανεισμός σε υπερχρεωμένα κράτη δεν θα είναι επαρκής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους. Παρ’ όλα αυτά, η εμβάθυνση μιας θεσμοθετημένης συνεργασίας θα απαιτούσε περισσότερη δημοκρατία στην Ευρώπη και αλλαγές στις Συνθήκες της».

Η κριτική του στη γερμανική κυβέρνηση δεν ήταν ακριβώς ήπια. Κάτω από την ηγεσία της η Ευρωπαϊκή Ενωση προσκολλάται σε μια ατζέντα που επιμένει να δίνει προτεραιότητα στην εξισορρόπηση του προϋπολογισμού κάθε κράτους ξεχωριστά. «Στις χτυπημένες από την κρίση χώρες», είπε, «η πολιτική αυτή πλήττει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα συλλογικά αγαθά, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο κόστος πληρώνουν τα λιγότερο ευνοημένα στρώματα της κοινωνίας».

Ζητούμενο επομένως είναι η πολιτική αλληλεγγύη, που θα προωθήσει την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα στην ευρωζώνη συνολικά, που θα απαιτήσει από κάποιες χώρες αναδιανεμητικές πολιτικές. Υπάρχουν κόμματα, ωστόσο, που αποφεύγουν να τη συζητούν. «Το ερμηνεύω», σχολίασε ο Χάμπερμας, «ως ένδειξη πολιτικής δειλίας, αν όχι καθαρού οπορτουνισμού, ενώπιον μιας πρόκλησης ιστορικών διαστάσεων».

Η αλληλεγγύη βέβαια για την οποία μιλούσε δεν θα πρέπει να θεωρείται συνώνυμη με τη δικαιοσύνη. Για να τη διασαφηνίσει, ο γερμανός φιλόσοφος παρέθεσε μέχρι και φράση από άρθρο του Κώστα Σημίτη στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung», τον Δεκέμβριο του 2012: «Η αλληλεγγύη είναι μια έννοια με την οποία συγκεκριμένες χώρες στην Ενωση δεν νιώθουν άνετα», έγραφε ο πρώην πρωθυπουργός και ο φιλόσοφος συμπλήρωσε ότι «μπορεί ο Σημίτης να ζει σε γυάλινο σπίτι, η αντίληψή του όμως για την έννοια της αλληλεγγύης είναι μάλλον σωστή». [Ο Χάμπερμας αναφερόταν στη γερμανική παροιμία «όποιος ζει σε γυάλινο σπίτι δεν πετάει πέτρες»]. Για να κατανοηθεί καλύτερα, χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων το παράδειγμα ενός μακρινού συγγενή ο οποίος έπειτα από χρόνια μάς ζητάει οικονομική βοήθεια. Το να την προσφέρουμε είναι μια «ηθική» υποχρέωση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαιότητα και στην προσδοκία ότι σε παρόμοια κατάσταση και εκείνος θα έκανε το ίδιο.

ΤΟ ΧΕΙΡΟΚΡΟΤΗΜΑ. Η βασισμένη στην αλληλεγγύη σχέση, ωστόσο, ξεκαθάρισε, προϋποθέτει πολιτικά πλαίσια του βίου, πλαίσια νομικά οργανωμένα, άρα τεχνητά, όχι οργανικώς εξελιγμένα. Απαιτεί ένα νομικά συντεταγμένο περιβάλλον μιας πολιτικής κοινότητας, ένα εθνικό κράτος. Και πλησιάζοντας στο σημείο που το ενθουσιασμένο κοινό θα τον χειροκροτούσε για λίγο περισσότερο από όσο συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, αναφέρθηκε στους ευρωπαίους πολίτες: «Πρέπει να πιέσουν», είπε, «για περισσότερη πολιτική ενοποίηση, ώστε να επεκτείνουν τον έλεγχό τους σε ημιάγριες οικονομικές δυνάμεις και να ανακτήσουν μια δημοκρατική ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική και στις αγορές».

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ

«Ο ακροδεξιός λαϊκισμός είναι επικίνδυνος γιατί ακολουθείται από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, ανθρώπουςαπληροφόρητους, πιεσμένους. Είναι μια πρόκληση για τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, ναφέρουμεαυτούς τους ανθρώπουςπίσω».

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ

«Είναι πιθανό να δούμεάνοδοτων κομμάτων που αντιτίθενται στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή πολιτική θα πρέπει από έναεγχείρημα που αφορά τις ελίτνα γίνει ένα που αφορά όλους τους πολίτες. Εδώ και είκοσι χρόνια που έχουμεΕυρωκοινοβούλιοδεν έχουν γίνει εκλογές που να αξίζουν το όνομά τους».