«Δεν με πιάνουν τα βόλια. Ευτυχώς». Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα του Γιάννη Σμαραγδή, ο οποίος, όπως ευθαρσώς ομολόγησε, μετά τον Βαρβάκη του («Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι») που δεν είχε την εμπορική επιτυχία την οποία περίμενε και ο ίδιος και οι ξένοι παραγωγοί του, και εισέπραξε και πολλά αρνητικά σχόλια στην Ελλάδα, έπιασε πάτο και βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Και στη δημιουργία.

Διότι ολοκλήρωσε το σενάριο για το επόμενο κινηματογραφικό πλάνο του, το οποίο ως είθισται για τον συγκεκριμένο αποτελεί και το κατά καιρούς όνειρό του, αλλά και μια βιογραφία μεγάλου άνδρα με ρίζες ελληνικές. Ηταν ο Καβάφης, έπειτα ο Γκρέκο (πρόσφατα συμπεριλήφθηκε στις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες από την έγκυρη ιστοσελίδα imdb.com), ο Βαρβάκης και τώρα ο Νίκος Καζαντζάκης.

Οι φήμες που τον θέλουν ως επόμενο πρόεδρο στο διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Θεάτρου, μετά την ηχηρή παραίτηση του Σταύρου Ξαρχάκου, ήταν το ερώτημα με το οποίο ξεκίνησε η επικοινωνία μας, στα… βαθιά νερά του Καζαντζάκη βρεθήκαμε. Και όταν λέμε βαθιά νερά, το λέμε με την καλή έννοια, καθώς η ταινία του Γιάννη Σμαραγδή –και φυσικά το σενάριό του –βασίζεται στην αριστουργηματική «Αναφορά στον Γκρέκο» και άξονας είναι πώς ο συγγραφέας έφτασε να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους με τον τρόπο που του υπέβαλλε, κατά κάποιον τρόπο, το ίδιο το βαθιά φιλοσοφικό έργο του.