Μες στο κατακαλόκαιρο οι συνήθεις αλλά και οι έκτακτοι επισκέπτες του ΕΜΣΤ απολαμβάνουν τις ακακίες, τις κουτσουπιές, τις βουκαμβίλιες, τις ελιές, τα κυπαρίσσια και τους γιγαντιαίους φίκους στο παρκάκι του Ωδείου Αθηνών, στη Ρηγίλλης. Στο μεταξύ, εντός του κτιρίου ανθεί μια πολύ σημαντική έκθεση με έλληνες και ξένους δημιουργούς. Αυτό που παλιά λέγαμε video art και προχωρούσαμε στην επόμενη αίθουσα ζητάει σήμερα την προσοχή μας με ακλόνητα επιχειρήματα. Αν δεν σας λέει κάτι η «Κρεβατοκάμαρα του Μπάστερ Κίτον» από τη Ρεμπέκα Χορν ή το «Βλέμμα του κωφού» έτσι όπως το διασκεύασε ο Ρόμπερτ Γουίλσον για την τηλεόραση, δεχθείτε την πρόσκληση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στο παριζιάνικο σπίτι του για να κάνετε μαζί του μια «ελαφριά συζήτηση» πάνω σε ένα πολύ σοβαρό θέμα. Πώς η κινηματογραφική και η τηλεοπτική εικόνα εισβάλλουν στον ψυχισμό μας και κάνουν κουμάντο στην καθημερινή μας ζωή. Προσωπικά, κόλλησα στην πολύσημη σεκάνς του Γιώργου Δρίβα για τον Τσε Γκεβάρα και στην γουέστερν παρωδία του Δημήτρη Κόζαρη, εσείς όμως διαλέξτε το δικό σας έργο.

Το καλό «στοιχειό» του ελληνικού θεάτρου, η Μίρκα Γεμεντζάκη έφυγε απροσδόκητα από τη ζωή. Σπουδαγμένη στους μεγαλύτερους μουσικούς θεσμούς της Γερμανίας, συνεργάτρια του Πέτερ Στάιν, απελευθέρωσε τη φωνητική ιδιοσυχνότητα πολλών ελλήνων ηθοποιών δουλεύοντας μαζί τους αναπνοή την αναπνοή έτσι ώστε η μοναδική της διδασκαλία να αφήνει ευεργετικό άγγιγμα στις παραστάσεις. Η ίδια άλλωστε απέρριπτε τη «σιδερωμένη» ορθοφωνία των δραματικών σχολών. Θα τη θυμάμαι για χίλια δυο, μα πιο πολύ για τη σκηνοθεσία της στη «Φεύγουσα κόρη» με τη Ρηνιώ Κυριαζή και για τη φωνητική της διδασκαλία στη «Μήδεια» με την Τζένη Καρέζη.

Σάββατο βράδυ στη σχεδόν γεμάτη Επίδαυρο, ο κόσμος χειροκροτούσε όρθιος και μισοχόρευε πάνω στις κερκίδες με τις ξεσηκωτικές Caribbean μουσικές του Δημήτρη Καμαρωτού. Στη σκηνή, ο «Κύκλωπας» του Ευριπίδη (το μοναδικό σωζόμενο σατυρικό δράμα), χοροπηδούσε κι αυτός τρισευτυχισμένος που γλίτωσε από τετριμμένους αριστοφανικούς χειρισμούς και βρήκε επιτέλους τη φόρμα, την ψυχή και τους πρωταγωνιστές του. Δεν ξέρω αν είδε την παράσταση ο Γιώργος Αρμένης ή αν παρίσταντο με τον τρόπο τους η Μαίρη Αρώνη, ο Παντελής Ζερβός, ο Θύμιος Καρακατσάνης και άλλοι ιεροί εκλιπόντες. Εκείνο που ξέρω και είδα με τα μάτια μου είναι ότι ο οίστρος και η τεχνική του Νίκου Χατζόπουλου, του Δημήτρη Πιατά και του Νίκου Καραθάνου θα αργήσουν πολύ να βρουν επιγόνους, εκτός κι αν γίνει ένα θαύμα και αποσυρθούν από το αρχαίο δράμα ηθοποιοί ασπόνδυλοι και λαμπρές σκηνοθετικές σακαράκες. Αν ακούσετε ότι θα παιχτεί στα πέριξ ο «Κύκλωψ» του Βασίλη Παπαβασιλείου (φωτογραφία) και του Ευριπίδη, ξαμοληθείτε να πιάσετε θέση. Kάτι συμβαίνει με τον Βασίλη Παπαβασιλείου που πρέπει να μελετηθεί. Δεν γίνεται να εμφανίζει παραστάσεις (εγγράμματου) εικοσιπεντάρη την ώρα που συνομήλικοι ή και νεότεροί του σκηνοθέτες καίνε τα λάδια τους σαν αυτοκίνητα που κόπηκαν στο ΚΤΕΟ και όμως κυκλοφορούν ανάμεσά μας σαν καλλιτεχνικές σκοτώστρες.

Μια πρόχειρη έρευνα ανάμεσα στους πρώτους «διαβαστερούς» που εξέτισαν τη θερινή τους άδεια δείχνει ότι το πιο συζητημένο βιβλίο του καλοκαιριού είναι «Η πόρτα στη σκάλα» της Λόρι Μουρ από τις εκδόσεις Πόλις. Χαίρομαι που αυτό το αριστούργημα έσπασε το οδόφραγμα με τα μπεστ σέλερ. Δράττομαι επίσης της ευκαιρίας να συγχαρώ τη Μαργαρίτα Ζαχαριάδου για τον άθλο να μεταφράσει την τόσο απαιτητική γλώσσα της πολυβραβευμένης νεοϋορκέζας συγγραφέως και σπεύδω να σας συστήσω τους δικούς μου καλοκαιρινούς έρωτες: «Οταν όλα καταρρέουν» και «Η ιστορία ενός έρωτα» της Νικόλ Κράους από το Μεταίχμιο. Μια συγγραφέας που απλώς «δεν παίζεται». Κι αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε τον Φίλιπ Ροθ που τη θαυμάζει και τον Τζόναθαν Σάφραν Φόερ που την παντρεύτηκε.

Οδυσσεβάχ γύρισε σπίτι

Διακριτικά, χωρίς καταγγελίες και λοιπές φανφάρες, η Ξένια Καλογεροπούλου ανακοίνωσε ότι κλείνει για έναν χρόνο τη Μικρή Πόρτα «επειδή πια το θέατρο για παιδιά έχει γίνει κάπως περίεργο. Θέλουμε να το ψάξουμε πριν ξεκινήσουμε ξανά». Το προτείνω για γενική χρήση.