Στα 164 χρόνια ζωής της η Βίλα Ιλίσια εξακολουθεί να αποπνέει ερωτισμό, μυστήριο αλλά και τον αέρα της κλασικής ομορφιάς. Στο χειμερινό ανάκτορο της Δούκισσας της Πλακεντίας Σοφί ντε Μαρμπουά, επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, οι μύθοι γύρω από τη ζωή της διαδέχονται τους «θησαυρούς» της βυζαντινής ιστορίας

H καθημερινή ματιά σπάνια συναντά τέτοιες εικόνες στην καρδιά της Αθήνας. Πλατάνια και κυπαρίσσια σκεπάζουν τον προαύλιο χώρο, ενώ στο βάθος, γεμάτο επιβλητικότητα, ξεπροβάλλει το κεντρικό κτίριο. Συνοδεύεται από δύο χαμηλότερα κτίσματα που ουσιαστικά «κλείνουν» την αυλή και στο παρελθόν η χρήση τους ήταν πολλαπλή: λειτούργησαν από στάβλοι έως και εκθεσιακοί χώροι.

Το εξωτερικό του μεγάρου των Ιλισίων είναι επενδυμένο με μάρμαρο, ενώ τα τοξωτά ανοίγματα που απαρτίζουν τους δύο ορόφους του τού προσδίδουν έναν λιτό και αυστηρά συμμετρικό χαρακτήρα. Η αίσθηση που προκαλεί στον επισκέπτη έχει χαρακτηριστικά αναπόλησης. «Η συγκίνηση να εργάζεσαι σε έναν χώρο που κουβαλάει τόσο μεγάλη ιστορία είναι απερίγραπτη. Και μόνο το συναίσθημα ότι εκεί αρχικά έζησε η Δούκισσα της Πλακεντίας κι έπειτα σε αυτόν ακούμπησαν τα όνειρά τους οι πρώτοι διευθυντές του Βυζαντινού Χριστιανικού Μουσείου (ΒΧΜ) είναι μοναδικό. Στο εσωτερικό του πρόκειται για έναν ψηλοτάβανο και πολύ φωτεινό χώρο που αποπνέει μια ιδιαίτερη ενέργεια», λέει η διευθύντρια του ΒΧΜ Αναστασία Λαζαρίδου, η οποία –όταν στα σημερινά κτίρια της διοίκησης γίνονταν εργασίες –δούλεψε μαζί με τους συνεργάτες της σε τμήμα του μουσείου στο κεντρικό κτίριο της Βίλας Ιλίσια.
Χτισμένο σε κοντινή απόσταση από τα πρώην βασιλικά ανάκτορα –σημερινή Βουλή των Ελλήνων -, το κτίριο επί της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στον αριθμό 22, αποτέλεσε ένα από τα πρώτα οικοδομήματα – κοσμήματα που στόλισαν την πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η οικοδόμησή του ξεκίνησε το 1840 και βασίστηκε στα σχέδια μιας τοσκανικής βίλας, τα οποία επιμελήθηκε ο αρχιτέκτονας Σταμάτης Κλεάνθης.
Από το 1848 η Βίλα Ιλίσια αποτέλεσε το χειμερινό καταφύγιο της Δούκισσας της Πλακεντίας Σοφί ντε Μπαρμπουά. Γεννημένη στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής, κόρη γάλλου πολιτικού και διπλωμάτη, παντρεύτηκε έναν από τους υπασπιστές του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας, τον Τσαρλς Λεμπράν. Ο γάμος της μαζί του δεν στέφθηκε με επιτυχία και η Δούκισσα δεν άργησε να πάρει την απόφαση να ζήσει με την κόρη της μακριά από εκείνον. Γοητευμένη από τον αγώνα των Ελλήνων, εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο κι έπειτα στην Αθήνα.
Επρόκειτο, λέει η δρ Αναστασία Λαζαρίδου, για μια μυθιστορηματική μορφή, η οποία ενεπλάκη με θέματα της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας σε μια εποχή που επιτελούνταν σημαντικές αλλαγές στη χώρα τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η εγκατάσταση της Δούκισσας στην πρωτεύουσα, εκτός τις πολλές ιστορίες που –όχι λίγες φορές –ένωσαν την αλήθεια με τον μύθο, κληροδότησε στους Αθηναίους και έξι κτίρια που συνδέθηκαν με την παρουσία της. Μάλιστα, από τις θερινές κατοικίες της στην Αθήνα και τα περίχωρά της πιο γνωστό είναι το Καστέλο της Ροδοδάφνης στην Πεντέλη.
Η Βίλα Ιλίσια κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι τον θάνατό της το 1854. Από εκείνη τη χρονιά και για λίγα χρόνια αργότερα το κτίριο πέρασε μια περίοδο παρακμής, μέχρι που περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο και στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και έπειτα στρατιωτικές σχολές.
Οπως εξηγεί η κυρία Λαζαρίδου, λίγα χρόνια μετά την επίσημη ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου, το 1914, ο τότε διευθυντής του ΒΧΜ Γεώργιος Σωτηρίου εκτίμησε ότι το μουσείο χρειαζόταν μια επίσημη έδρα. Το 1926 η Βίλα Ιλίσια παραχωρήθηκε στο ΒΧΜ. «Το 1930, με αφορμή ένα διεθνές βυζαντινολογικό συνέδριο, το Βυζαντινό Μουσείο ανοίγει στο κοινό. Ο Γ. Σωτηρίου, θέλοντας να διαμορφώσει τον χώρο σε μουσείο, απευθύνθηκε στον αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο, στον οποίο και ανέθεσε τη διαμόρφωσή του», λέει η διευθύντρια του ΒΧΜ και εξηγεί ότι η εξωτερική μορφή του κτιρίου παρέμεινε όπως την είχε διαμορφώσει ο αρχιτέκτονας Σ. Κλεάνθης, ενώ οι μεγαλύτερες επεμβάσεις έγιναν στο ισόγειο του κτιρίου, όπου τρεις αίθουσες διαμορφώθηκαν σε χαρακτηριστικούς τύπους ναών της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου. Η διαμόρφωση της αυλής έγινε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη.

Η υπόγεια επέκταση

Το 1999, όταν η κ. Λαζαρίδου πρωτοπήγε στο κτίριο και μέχρι το 2004 – χρονιά που εγκαινιάστηκε το πρώτο κομμάτι της μόνιμης έκθεσης και το οποίο είναι υπόγειο – το μουσείο παρέμενε σύμφωνα με τα σχέδια του Αριστοτέλη Ζάχου. Οταν οι τότε διευθυντές του είδαν ότι ο χώρος δεν επαρκούσε για την έκθεση, αποφασίστηκε η επέκταση του μουσείου κατά 4.000 εκθεσιακά τ.μ. «Σεβόμενοι απολύτως την ιστορικότητα του κτιρίου και με την προϋπόθεση ότι δεν θα αλλάξει η διατηρητέα μορφή του, αποφασίστηκε η επέμβαση να είναι υπόγεια και υπόσκαφη. Εκμεταλλεύτηκαν λοιπόν την υψομετρική διαφορά μεταξύ των Λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ετσι, διασχίζοντας κανείς το εσωτερικό του μουσείου δεν καταλαβαίνει ότι η έκθεση έχει αυτή την κλίση, ότι δηλαδή αναπτύσσεται υπόγεια», λέει η διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.