«Είναι οι πιο σημαντικοί παίκτες στην αγορά τέχνης σήμερα, τα ποσά που ξοδεύουν φέρνουν ζαλάδα», έλεγε στους «New York Times» εξέχον στέλεχος μεγάλου οίκου δημοπρασιών και τα νούμερα μάλλον επιβεβαιώνουν τα λόγια της: Πάνω από 70 εκατ. δολάρια το 2007 για τον πίνακα «White Center» του Μαρκ Ρόθκο, το υψηλότερο ποσό για έργο του. Πάνω από 20 εκατ. δολάρια την ίδια χρονιά για μια εγκατάσταση του Ντάμιεν Χιρστ με ράφια φαρμακείου, επίσης ρεκόρ για καλλιτέχνη εν ζωή. Και 250 εκατ. δολάρια το 2011 για τους «Χαρτοπαίκτες» του Σεζάν, το μεγαλύτερο γνωστό αντίτιμο που έχει δοθεί ποτέ για πίνακα. Τότε, με δεδομένο το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τους αγοραστές τέχνης, κανείς δεν ήξερε ποιος μπορούσε να βάλει το χέρι τόσο βαθιά στη γεμάτη τσέπη του. Σύντομα όμως έγινε φανερό ότι αυτά και πολλά ακόμα αριστουργήματα αποκτήθηκαν από κάποιον με κολοσσιαίο πλούτο και πολιτιστικές φιλοδοξίες που έφταναν μέχρι τις αγορές πρωτοφανούς επιπέδου: το Κατάρ.

Ενορχηστρωτής της επέλασης, η σεΐχα Αλ Μαγιάσα μπιντ Χαμάντ μπιν Καλίφα αλ Τάνι, η 30χρονη αδελφή του νέου Εμίρη, η οποία το 2006 διορίστηκε πρόεδρος πασών των μουσείων της χώρας και έφτασε να ανακηρυχθεί από τον «Economist» η «ισχυρότερη γυναίκα στον χώρο της τέχνης». Κανείς δεν γνωρίζει φυσικά το ακριβές ποσό που η σεΐχα Αλ Μαγιάσα έχει ξοδέψει μέχρι σήμερα για έργα τέχνης, οι εκτιμήσεις όμως κάνουν λόγο για μια επιχείρηση απόκτησης ονομάτων όπως Φράνσις Μπέικον, Ρόι Λίχτενσταϊν ή Αντι Γουόρχολ, που αγγίζει το ένα δισ. δολάρια ετησίως. Παράλληλα, το αντίστοιχο μπάτζετ ας πούμε του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης ήταν για το 2012 32 εκατ. δολάρια. Του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, 39 εκατ. Είναι μια πολιτική που οδηγεί προς τα πάνω και τις τιμές ανά μονάδα. Εως εκείνη την αγορά του Ρόθκο το 2007 λόγου χάρη, το ακριβότερο έργο του ζωγράφου σε δημοπρασία ήταν το «Homage to Matisse», που το 2005 άγγιξε τα 22 εκατ. δολάρια. Τα 250 εκατ. δολάρια που δόθηκαν το 2011 για τους «Χαρτοπαίκτες», ήταν τέσσερις φορές πάνω από την υψηλότερη τιμή που είχε πιάσει ποτέ ένας Σεζάν.

Μυστήριο επίσης αποτελεί το πού θα στεγαστούν τόσα αριστουργήματα. Τα τελευταία χρόνια, ο επιβλέπων φορέας των μουσείων του οποίου η σεΐχα Αλ Μαγιάσα προεδρεύει, δημιούργησε τρία περίβλεπτα ιδρύματα στην πρωτεύουσα του Κατάρ, την Ντόχα –το νέο Εθνικό Μουσείο, το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης και το Αραβικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης –τα οποία όμως επικεντρώνονται σε εγχώριο πολιτισμό και ντόπιους καλλιτέχνες. Σύμφωνα με τους «New York Times», οι ειδικοί αναμένουν ότι μεγάλο μέρος της νεοαποκτηθείσας συλλογής θα συγκεντρωθεί σε ένα ολοκαίνουργο ίδρυμα, που δεν αποκλείεται να παίξει τον ρόλο Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Αντίθετα δηλαδή με άλλα κράτη του Κόλπου όπως το Αμπου Ντάμπι ή το Ντουμπάι που συνεργάζονται με το Λούβρο ή το Γκούγκενχαϊμ, το Κατάρ βαδίζει στο μονοπάτι της πολιτιστικής πρωτεύουσας ολομόναχο και γεμάτο αυτοπεποίθηση. «Βλέπουν τον εαυτό τους σαν ένα διεθνές κέντρο πολλών πολιτισμών», σχολίασε σχετικά ο Αλεν Κάισβετερ του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής στην Ουάσιγκτον. «Καθιερώνονται και άλλοι λόγοι που καθιστούν το Κατάρ προορισμό για ταξίδι ή για δουλειές. Αν θέλεις να προσελκύσεις ανθρώπους, πρέπει να τους δώσεις αιτίες για να έρθουν».

Η μόνη που δεν πολυμιλάει για όλα αυτά, η ίδια η σεΐχα Αλ Μαγιάσα, μοιάζει να έχει σαν πυξίδα στην προσπάθειά της απλώς τη συσσώρευση των καλύτερων έργων, ανεξαρτήτως τιμής. Οι ασταμάτητοι ρυθμοί της έχουν εντυπωσιάσει περιοδικά όπως το «Forbes» ή το «Vanity Fair», πολλές αρμοδιότητες όμως τις έχει αναθέσει σε βετεράνους συμβούλους τέχνης με θητεία σε οίκους όπως ο Κρίστις. Και αν διευθυντές αμερικανικών μουσείων όπως ο Γκλεν Λόουρι δήλωναν ήσυχοι στους «Times» ότι «το να καταλήγουν ο Ρόθκο, ο Ντε Κούνινγκ ή ο Κλάιν στη Μόσχα, στο Κατάρ και στη Σαγκάη δεν είναι τόσο κακό, αλλά ένδειξη της σημασίας του αμερικανικού πολιτισμού», εκείνη μοιάζει να βλέπει τα πράγματα λίγο διαφορετικά. «Η τέχνη γίνεται σημαντικό κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας», δήλωνε προ τριετίας σε ένα συνέδριο. «Ο πατέρας μου λέει συχνά», παρατηρούσε σε άλλη συνέντευξή της, «ότι για να έχουμε ειρήνη πρέπει να σεβόμαστε ο ένας τον πολιτισμό του άλλου. Και οι άνθρωποι στη Δύση δεν καταλαβαίνουν τη Μέση Ανατολή. Ερχονται εδώ έχοντας στο μυαλό τους τον Μπιν Λάντεν».