Yπάρχουν μουσικά έργα που ανοίγουν δρόμους και γίνονται όχημα για να ανταμώσουν διαφορετικοί κόσμοι και γενιές. Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος κατέχει μια ξεχωριστή και πρωτοποριακή θέση στη μακρά αφήγηση του ελληνικού τραγουδιού για έναν βασικό λόγο: για τον τρόπο που αφομοιώθηκαν τα παραδοσιακά ακούσματα, η προίκα των μουσικών μας δρόμων, τα μελωδικά στοιχεία και οι ρυθμοί σε μια νέα φόρμα που χαρτογράφησε και γονιμοποίησε ταυτόχρονα και νέες μουσικές περιοχές.

Οι νέες συνθέσεις που προέκυψαν με το έργο του Μαρκόπουλου δεν αποτελούν ένα νέο παραδοσιακό τραγούδι, αλλά μια πολύ ευφυή και ιδιοσυγκρασιακή πρόταση που μάλιστα –ξεχασμένη σήμερα –πρωτοπρόβαρε να πει το 1967 η Μαρία Φαραντούρη.

Το «Χρονικό» που δισκογραφήθηκε το 1970 είναι το πιο εμβληματικό από τους κύκλους των έργων του αφού είναι η πρώτη κωδικοποιημένη και επεξεργασμένη προσπάθεια να βρεθούν μαζί στον ίδιο δίσκο ποντιακές και κρητικές λύρες, κλαρίνα και φλάουτα, κρητικά λαούτα και βιολοντσέλα.

Και κρατήστε τη φράση «κωδικοποιημένη και επεξεργασμένη προσπάθεια» αφού και πριν από το «Χρονικό» ο Μαρκόπουλος έδειξε τις διαθέσεις του για αναζωογόνηση του ήχου τού άστεως με μπόλικες δόσεις του αρχετυπικού ήχου της περιφέρειας. Ηταν εξάλλου πριν από το «Χρονικό» που ο ίδιος είχε γράψει τραγούδια όπως το «Ζάβαρα κάτρα νέμια», είχε συνθέσει το χορόδραμα «Θησέας» (1963), ενώ όποτε κλήθηκε να γράψει μουσική για θέατρο ή κινηματογράφο έχει χρησιμοποιήσει παραδοσιακά όργανα και παραδοσιακούς δεξιοτέχνες, όπως ο κρητικός λυράρης Θανάσης Σκορδαλός, που εμφανίζεται σε σκηνή του έργου του Νίκου Κούνδουρου «Το πρόσωπο της Μέδουσας».

Με το «Χρονικό» όμως οριστικοποιείται μια συνολική στροφή στο ελληνικό τραγούδι που τότε (1970) βρισκόταν σε ένα κάποιο τέλμα. Θυμίζω πως διανύουμε την τρίτη χρονιά της δικτατορίας (που σημειωτέον έβλαψε και συκοφάντησε την πλούσια παράδοση του δημοτικού τραγουδιού), έχουμε ήδη την άνοδο του ελαφρολαϊκού τραγουδιού με τις μεγάλες πίστες (σημειώστε το όνομα Τόλης Βοσκόπουλος), έχουμε ένα καθεστώς ανελευθερίας με λογοκρισία και κυνηγητό, όπου οι δημιουργοί τρυπώνουν από χαραμάδες για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους.

Σε αυτό το φόντο ο Γιάννης Μαρκόπουλος ηχογραφεί από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο του 1970 το «Χρονικό», σε στίχους του κριτικού θεάτρου και φιλολόγου Κώστα Γεωργουσόπουλου (που υπογράφει ως Κ.Χ. Μύρης), στο στούντιο της ΕΡΑ με δωδεκαμελή ορχήστρα και ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρία Δημητριάδη. Τα τραγούδια από τον Μύρη και τον συνθέτη γράφονται σπαστά από το 1966 για να παρουσιαστούν τον Μουσικό Αύγουστο στον Λυκαβηττό (Μάρτιος ’67), αν και μεσολάβησε το πραξικόπημα που ανέτρεψε κάθε σχέδιο. Ετσι ο αρχικός πυρήνας είχε ως ακροατές εμιγκρέδες της Ευρώπης. Τις ημέρες όμως της ηχογράφησης αποτυπώνεται ολοκληρωμένα πια το όραμα του συνθέτη για επιστροφή στις ρίζες.

Κι αν οι νεο-μπαλάντες του δίσκου, όπως το σαρκαστικό «Καφενείον η Ελλάς», περιέκλειαν τη νέα ζωή των μεγάλων πόλεων –ερμηνευμένη από τη Μαρία Δημητριάδη -, η φωνή και η λύρα του Ψαρονίκου (Νίκου Ξυλούρη) έφερναν τη μακρά παράδοση και τον πλούτο της περιφέρειας. Και μπορεί σήμερα η συγκλονιστική φωνή του Ξυλούρη (ξανακούστε τον «Γίγαντα»…) να θεωρείται δεδομένη και κλασική, κρατήστε όμως τη λεπτομέρεια πως τότε στη δισκογραφική εταιρεία Φώνογκραμ δεν είδαν και με πολύ καλό μάτι την ιδέα να τραγουδήσει ένας λυράρης.

Στην ηχογράφηση του δίσκου παρόντες ήταν πολλοί φοιτητές του Ωδείου Αθηνών. Στον ίδιο χώρο έπαιζαν μουσική ο κλασικός κιθαριστής Γεράσιμος Μηλιαρέσης και μπαγλαμά ο Πάνος Πετσάς από την ηρωική εποχή του λαϊκού και του ρεμπέτικου. Στον ίδιο χώρο και κάτω από το ενιαίο και καινούργιο ύφος των τραγουδιών συνέπρατταν η λύρα και η φωνή του Ξυλούρη και η ποντιακή λύρα του Γιώργου Τσακαλίδη. Στον ίδιο χώρο, στο στούντιο της ΕΡΑ, γράφτηκε μια από τις πιο σπουδαίες σελίδες του ελληνικού τραγουδιού που σφράγισε μια εποχή και συνόψισε την επώδυνη νεότερη ιστορία του ελληνισμού με τον πιο δημιουργικό τρόπο.