Η αναθεώρηση του Συντάγματος ήταν πάντα ένα είδος φετίχ της Μεταπολίτευσης. Μόνο που από τις δύο αναθεωρήσεις που έγιναν ήταν η πρώτη, του 1985, που πραγματικά άφησε τα σημάδια της επάνω στη Δημοκρατία μας, αφού αποστέρησε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από τις λεγόμενες «υπερεξουσίες» του. Δηλαδή από τη δυνατότητα να διαλύει τη Βουλή στη νεφελώδη περίπτωση της «προφανούς δυσαρμονίας» ανάμεσα στη σύνθεσή της και στο λαϊκό αίσθημα. Αντιθέτως, η δεύτερη, του 2001, ήταν μάλλον άσφαιρη, ενώ η διάταξη περί «βασικού μετόχου» αποδείχθηκε ανεφάρμοστη και εξέθεσε, αν όχι τους εμπνευστές της, πάντως την κυβέρνηση Καραμανλή που επιχείρησε να την υλοποιήσει και προσέκρουσε ως άλλος Τιτανικός στο παγόβουνο των Βρυξελλών. Η ουσία, πάντως, είναι ότι αν η Αναθεώρηση του 1985, με εμπνευστή τον Ανδρέα Παπανδρέου, επιχείρησε να λύσει προβλήματα νομής της εξουσίας μεταξύ θεσμικών παικτών –δηλαδή Προέδρου της Δημοκρατίας και πρωθυπουργού –η Αναθεώρηση του 2001 πήγε να λύσει το πρόβλημα της σχέσης της πολιτικής με τις άλλες εξουσίες.

Στην πραγματικότητα, η Αναθεώρηση του 1985 αποτύπωνε τις νέες ισορροπίες στην ελληνική πολιτική ζωή. Το ψευδογκολικό μοντέλο που είχε πάει να εισάγει από την πίσω πόρτα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν άντεξε στην επέλαση της πρωθυπουργοκεντρικής δημοκρατίας. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, έχουν αρχίσει να ακούγονται κάποιες φωνές για νέα αναθεώρηση του Συντάγματος με βαθύ και δραστικό χαρακτήρα. Πιο ηχηρή –για ευνόητους λόγους –αυτή του Βαγγέλη Βενιζέλου που τοποθετήθηκε σχετικά στην ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Συμφωνεί – διαφωνεί κανείς μαζί του στα επιμέρους και ανεξαρτήτως της κριτικής που μπορεί να του ασκηθεί για τον ρόλο του στην Αναθεώρηση του 1998-2001, ο Βενιζέλος έχει δίκιο. Το πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει μετά το Μνημόνιο και αυτό πρέπει όντως να αποτυπωθεί στο Σύνταγμα. Από τη συνταγματική κατοχύρωση των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών –ο χρυσός κανόνας που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη –ως ένα πάγιο εκλογικό σύστημα που να μονιμοποιεί τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και να ευνοεί τις κυβερνήσεις συνεργασίας, η εποχή θέτει προκλήσεις. Και η αλήθεια είναι ότι σε αυτές πρέπει να ανταποκριθούν τα κόμματα γιατί πρόκειται για συζήτηση ουσίας, γιατί η χώρα άλλαξε και θα αλλάξει και άλλο με τρόπο δραστικό που μόνο το 1974 είχε γίνει –γιατί, εν πάση περιπτώσει, το επιβάλλουν οι καιροί. Μάλιστα, παρά τη σφοδρότητα των εκάστοτε συγκρούσεων στη Βουλή, υπάρχουν περιθώρια για συναινέσεις στο πεδίο της συνταγματικής αναθεώρησης και έχει σημασία να δούμε πού θα προκύψουν αυτές.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε να είναι ένα από τα πολιτικά ραντεβού του φθινοπώρου.