Ενα ρολόι χωρίς δείκτες «ξέρει» την ώρα. Ενα δάσος που τα δέντρα του μοιάζουν με τεράστια ξυράφια. Ενα δωμάτιο με μοναδικά έπιπλα μία τεράστια πολυθρόνα και ένα κρεβάτι που έχει «τσακίσει» –από το βάρος του πόνου που έχει σηκώσει, άραγε; –αλλά καταφέρνει να στέκει όρθιο. Μια κατακόκκινη βαλίτσα που κουβαλά μέσα της το πτώμα μιας νεκρής ηλικιωμένης γυναίκας. Και μια σιδηροδρομική γραμμή, φωτεινή, η οποία όλο πλησιάζει, αλλά ποτέ δεν βρίσκει το τέλος της, καταδικασμένη σε ένα ατέρμονο ταξίδι.

Είναι ο τολμηρά σουρεαλιστικός κόσμος του μάγου της σκηνής Μπομπ Γουίλσον, ο οποίος εγκαταστάθηκε για τέσσερα μόλις βράδια στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τέσσερα βράδια που αποδείχθηκαν πολύ λίγα για τους θαυμαστές της δουλειάς του, για τους περίεργους που θέλησαν να δουν την ολόφρεσκη παραγωγή «The Old Woman» («Η γριά»), αλλά και για όσους λατρεύουν τους δύο πρωταγωνιστές της παράστασης: τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, ο οποίος ξεχώρισε με την εκπληκτική του κίνηση καταφέρνοντας να μετατρέψει και το πιο απλό βήμα σε ποίηση, και τον Γουίλεμ Νταφό, ο οποίος κατάφερε να δώσει μια βαθιά ερμηνεία στο ιδιαίτερο κείμενο.

Απόδειξη ότι τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν με εξωφρενικά γρήγορους ρυθμούς, με αποτέλεσμα λίγες ώρες μετά την έναρξη της προπώλησης να μην υπάρχει εισιτήρια ούτε για δείγμα, ενώ πολλοί έφθασαν έως τα ταμεία της Στέγης ελπίζοντας σε ένα εισιτήριο από ακύρωση την τελευταία στιγμή.

Μια ιδέα για το τι επρόκειτο να εξελιχθεί επί σκηνής αποτελούσε η πρωτότυπη αυλαία: ένας πίνακας ασπρόμαυρος, ο οποίος παρέπεμπε σε εκείνους που ζωγράφιζαν οι καλλιτέχνες της ρομαντικής εποχής, με δύο όμως έντονα χρωματιστές πινελιές. Στη μια γωνιά ένας ιπτάμενος σκύλος και εκ διαμέτρου αντίθετα ένας παρδαλά ντυμένος άνδρας.

Μια βροντή σημαίνει την έναρξη της παράστασης και ένα γαϊτανάκι χρωμάτων, εικόνων και ήχων αρχίζει να ξετυλίγεται. Η μουσική σαν εκείνη που ακουγόταν από παλαιά μουσικά κουτιά. Και οι δύο άνδρες, με όψη που θυμίζει κάτι μεταξύ κλόουν και κομπέρ σε καμπαρέ και με κινήσεις που παραπέμπουν στον βωβό κινηματογράφο, «παίζουν» με ρολόγια δίχως δείκτες, μασέλες που χειρίζονται ως μαριονέτες και ανεμόμυλους.

ΣΕ ΔΥΟ ΓΛΩΣΣΕΣ. Στις επόμενες δώδεκα σκηνές, όπου αγγλικά και ρωσικά εναλλάσσονται, οι αγνώριστοι από το μακιγιάζ Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και Γουίλεμ Νταφό θα μας διηγηθούν την ιστορία του συγγραφέα· του ελάχιστα γνωστού Ρώσου Δανιήλ Χαρμς, θύματος του σταλινικού καθεστώτος, που συναντά μια ηλικιωμένη γυναίκα με ένα ρολόι χωρίς δείκτες –αλλά εκείνη γνωρίζει τι ώρα είναι.

Λίγο αργότερα, και αφού διηγείται σε έναν φίλο του ότι ηλικιωμένες πέφτουν από τα παράθυρα, επιστρέφει σπίτι του. Η γυναίκα με το ρολόι ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά του και πεθαίνει. Ο συγγραφέας πηγαίνει στον φούρνο, γνωρίζεται με μια κοπέλα αλλά δεν μπορεί να την πάει σπίτι του, αφού εκεί υπάρχει το πτώμα της γριάς. Λέει τον πόνο του στον φίλο του και επιστρέφει σπίτι του. Η ηλικιωμένη ζει και σέρνεται στο πάτωμα κι εκείνος θέλει να τη σκοτώσει. Τη βάζει σε μια βαλίτσα και μπαίνει σε ένα τρένο, από όπου η βαλίτσα όμως κάνει φτερά. Και λίγο πριν από το φινάλε ο κύκλος κλείνει με την ίδια σκηνή της αρχής: τον συγγραφέα να ρωτάει την ηλικιωμένη την ώρα.

Ολα αυτά εκτυλίσσονται σε ένα διαρκώς εναλλασσόμενο σκηνικό, όπου καθημερινά αντικείμενα έχουν αποκτήσει εξωπραγματικές διαστάσεις και συνυπάρχουν με εντυπωσιακά δάση με «επιθετικά» δέντρα, κούνιες-λίκνα, χαρούμενα κοτέτσια με κόκορες, καθώς και με σκηνικά που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει άλλοτε από παιδικά παραμύθια και άλλοτε από τρομερούς εφιάλτες. Το αόρατο νήμα που δένει όλα τούτα είναι ένα παιχνίδι με το φως που διαρκώς αλλάζει και έχει τη μαγική ικανότητα να τα μεταμορφώνει πότε σε ονειρικές εικόνες και πότε σε εικόνες τρόμου.

Το χειροκρότημα, έντονο και παρατεταμένο. Οχι τόσο για τις διαρκείς επαναλήψεις του κειμένου και την όχι και τόσο «χορταστική» δόση Μπαρίσνικοφ επί σκηνής, αλλά για τις μαγικές εικόνες που ο Μπομπ Γουίλσον ξέρει μοναδικά να φτιάχνει με πρώτη ύλη του το φως και με ελάχιστα –προσεκτικά επιλεγμένα –υλικά.

Τι έγραψαν οι Βρετανοί

Στις αρχές του μήνα, το θεατρικό έργο «The Old Woman» είχε ανοίξει το Φεστιβάλ του Μάντσεστερ, και οι κριτικές στον βρετανικό Τύπο ήταν λιγότερο από ενθουσιώδεις. «Τα κόλπα του Γουίλσον είναι μαγευτικά, αλλά δοκιμάζουν την υπομονή του θεατή» είχε σημειώσει ο κριτικός της «Τέλεγκραφ». «Αν και οι δύο φιγούρες-κλόουν θυμίζουν το «Περιμένοντας τον Γκοντό», το έργο του Μπέκετ είχε μια δυναμική συναισθημάτων και μια συμμετρία που εδώ δεν υπάρχει», ήταν το σχόλιο του «Γκάρντιαν». «Είναι μια παραγωγή πέντε αστέρων, που όμως παίρνει τέσσερα, γιατί εδώ δεν υπήρχε αφήγηση. Το θέατρο χρειάζεται μια ιστορία», έγραψε η «Ιντιπέντεντ».