Ο κύβος ερρίφθη για τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου από τη Βουλή και τώρα η σκυτάλη περνάει στη Δικαιοσύνη, που μέσα στους επόμενους μήνες θα πρέπει να έχει αποφανθεί, αν ο πρώην υπουργός θα καθήσει ή όχι στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου για τους χειρισμούς του στην υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ. Κυρίαρχο ρόλο, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης εναντίον του πρώην υπουργού, έχει πλέον το Δικαστικό Συμβούλιο, που αποτελείται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, όπως ορίζεται στον νόμο περί ευθύνης υπουργών, σε δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής ο πρόεδρος του Σώματος κληρώνει πέντε τακτικά και τρία αναπληρωματικά μέλη για τη συγκρότηση του Δικαστικού Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος.

Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τρία μέλη του Αρείου Πάγου και δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ σε αυτό προεδρεύει το ανώτερο σε βαθμό μέλος του Αρείου Πάγου. Στην ίδια συνεδρίαση κληρώνεται και ο εισαγγελέας του Συμβουλίου καθώς και ο αναπληρωτής του.

Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός θα εκτελέσει την ασκηθείσα ποινική δίωξη από τη Βουλή δίνοντας και ουσιαστικά το σύνθημα για την έναρξη της κύριας ανακριτικής διαδικασίας.

Μεταξύ των τακτικών μελών ορίζεται ανώτατος δικαστής, ο οποίος θα έχει τον ρόλο ειδικού ανακριτή. Η έρευνά του θα ξεκινήσει από μηδενική βάση, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι θα καλέσει όλους τους μάρτυρες, θα ζητήσει ενδεχομένως συμπληρωματικές πραγματογνωμοσύνες και θα κλείσει το κεφάλαιο της ανάκρισής του με την απολογία του Γιώργου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος θα κληθεί με την ιδιότητα του κατηγορουμένου να δώσει εξηγήσεις και να αντικρούσει τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται.

Αξίζει να σημειωθεί ότι «δεμένοι στο άρμα» του πρώην υπουργού Οικονομικών είναι και οι συμμέτοχοι στην ίδια υπόθεση, δηλαδή τα μη πολιτικά πρόσωπα για τα οποία προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης αξιοποίνων πράξεων.

Κατά υπουργού εν ενεργεία ή μη –σύμφωνα πάντα με τον νόμο –δεν επιτρέπεται η έκδοση εντάλματος βιαίας προσαγωγής, σύλληψης και προσωρινής κράτησης. Αντίθετα, όπως προβλέπεται στον νόμο περί τροποποίησης των ποινικών ευθυνών των υπουργών, επιτρέπεται η επιβολή περιοριστικών όρων υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν η δικονομία και το Σύνταγμα.

Μετά το τέλος της ανακριτικής διαδικασίας ο φάκελος με όλο το αποδεικτικό υλικό –μαρτυρικές καταθέσεις, πραγματογνωμοσύνες, απολογίες κατηγορουμένων –θα διαβιβαστεί στον εισαγγελέα. Εκείνος, αφού μελετήσει το σύνολο των στοιχείων, θα διατυπώσει την πρότασή του προς το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο με βούλευμά του –είναι οριστικό και αμετάκλητο –θα αποφαίνεται για την παραπομπή ή μη του πρώην υπουργού και των συμμετόχων μη πολιτικών προσώπων.

Η τελική διαδικασία

Σε περίπτωση που το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου είναι παραπεμπτικό, τότε δρομολογείται η διαδικασία για το Ειδικό Δικαστήριο. Αν πάλι οι δικαστές οδηγηθούν σε απαλλακτική κρίση για τον πρώην υπουργό και κρίνουν ότι συντρέχει περίπτωση παραπομπής μόνο του συμμετόχου, τον παραπέμπει στο ακροατήριο της τακτικής Δικαιοσύνης.