Πριν από εννέα χρόνια ο Δημήτρης Παπαϊωάννου βρισκόταν στην τελική ευθεία για την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Σε μία Ελλάδα που διαφήμιζε την αυτοπεποίθηση και την ευμάρειά της, σαν να διοργάνωνε το τελευταίο πάρτι πάνω στον πλανήτη. Και ύστερα, όσο εύκολα έσβησε η φλόγα στην τεράστια υψικάμινο του σταδίου τόσο εύκολα έπεσε το νοβοπάν σκηνικό. Οι πιο φτωχές περιφέρειες της Ευρώπης απώλεσαν τα προνόμια των δύο Ντάτσουν κατά κεφαλήν, οι αντιευρωπαϊστές έταξαν καινούριους τεχνητούς παραδείσους και τα άκρα φωταγώγησαν την πάνω και την κάτω πλατεία.

Ο Παπαϊωάννου επέστρεψε φέτος σε μια Αθήνα μεταλλαγμένη. Στην «Πρώτη ύλη» της οδού Πειραιώς 260 είναι απαλλαγμένος από το κοσμικό πρόσημο της προηγούμενης σεζόν. Από ένστικτο μοιάζει να επέλεξε ένα συντεταγμένο κούρεμα της τέχνης του. Και αυτό που προσφέρει είναι εικόνες από Τσαρούχη, Ζακ Τατί, τον μύθο του Πυγμαλίωνα, το σώμα που πάσχει, παγιδεύεται κάτω από αρχαία αγάλματα και, στο τέλος, ακρωτηριάζεται, για να συνεχίσει ατόφιο. Ενα μετείκασμα λιτότητας.

Ο Παπαϊωάννου επέστρεψε σαν υπενθύμιση της δίψας μας για θετικούς ανθρώπους. Καλλιτέχνες που δεν μετατρέπουν σε μανιφέστο διαμαρτυρίας το φτωχό μπάτζετ που τους έλαχε στα χέρια. Αν τα προηγούμενα καλοκαίρια πέρασαν με την «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή δίπλα στα στάχυα της Χλόης Ομπολένσκι, τους ψιθυριστές «Πέρσες» του Γκότσεφ (το «ίτε παίδες Ελλήνων» καταργήθηκε σαν παιάνας και ακούστηκε σαν απόγνωση), φέτος το θερινό ηλιοστάσιο θα αλλάξει με «Κύκλωπες», «Τραχίνιες» και «Πλούτο».

Ετη φωτός από το Ραδιομέγαρο, αυτή την περίοδο δίνουν τις τελευταίες πρόβες τους ορισμένοι από τους πιο χαμηλόφωνους ακτιβιστές του θεάτρου, της μουσικής και του χορού. Δεν φωνάζουν, δεν καταγγέλλουν, κάνουν απλώς τη δουλειά τους. Με λίγα λόγια, αντιστέκονται στον λαϊκισμό.