Δεν χρειάζεται πολύ μεγάλη ικανότητα για να σκαρώσει κανείς μια αστυνομική ίντριγκα δίνοντάς της ένα λούστρο από πολιτική Ιστορία. Ασε που η ίδια η πολιτική προσφέρει, ως γνωστόν, πλήθος υποθέσεις της αρμοδιότητας του Ποινικού Δικαίου. Το κόλπο είναι να συστήσει ο συγγραφέας το προϊόν του στο αναγνωστικό κοινό, από το εξώφυλλο κιόλας του βιβλίου του, ως «πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα», αφού το νουάρ αναγνωρίζεται ως μια πιο σοφιστικέ, πιο ατμοσφαιρική μορφή της αστυνομικής λογοτεχνίας (ή της αστυνομικής κινηματογραφικής ταινίας). Ετσι, η ονοματοθεσία φροντίζει από μόνη της για τη μεταμόρφωση ενός γάμου από συμφέρον σε μια ανώτερης ποιότητας, μυστικότερη ένωση.

Ο 53χρονος σήμερα Νίκος Δαββέτας ξεκίνησε ως ποιητής (έξι ποιητικές συλλογές ανάμεσα στο 1983 και το 1999), αλλά μια συλλογή διηγημάτων από το 2002, με τίτλο «Ιστορίες μιας ανάσας», εγκαινίασε τη στροφή του στην πεζογραφία. Τα διηγήματα εκείνου του βιβλίου, πολύ αξιόλογα πρέπει να πω, είχαν για θέμα τον έρωτα, από εκεί και έπειτα όμως τα βιβλία του Νίκου Δαββέτα περιδινίζονται γύρω από το στοιχειωμένο (ώς πότε;) στη σκέψη της ελληνικής Αριστεράς τρίπτυχο Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος, με ολοένα λιγότερο ενδιαφέροντα αποτελέσματα, αλλά ολοένα μεγαλύτερη αποδοχή από την κριτική και το λογοτεχνικό σινάφι.

Στον «Ζωγράφο του Μπελογιάννη» (όλοι ξέρουμε ποιος ήταν, αλλά η τζιριτζάντζουλα του τίτλου μάς ωθεί να πιστέψουμε ότι θα μάθουμε κάτι καινούργιο γι’ αυτόν ή για τη σχέση του με τον Μπελογιάννη), εκεί, λοιπόν, μια νεαρή Ελληνίδα που ζει στο Παρίσι ορίζεται από τον νονό της, έναν έλληνα συγγραφέα μέτοικο και αυτόν στη Γαλλία, κληρονόμος μιας σειράς από υποτιθέμενα προσχέδια του πασίγνωστου σκίτσου που φιλοτέχνησε ο Πικάσο. Ο νονός δολοφονείται στο διαμέρισμά του, το κίνητρο του δολοφόνου φαίνεται πως είχε σχέση με τα προσχέδια, η κοπέλα δεν φτάνει που μπλέκει με τη γαλλική αστυνομία αλλά βλέπει να απειλείται και η δική της ζωή, έτσι έρχεται (για λίγο) στην Αθήνα και απευθύνεται σε έναν παλιό φίλο της, συλλέκτη ιστορικών ντοκουμέντων, για να μάθει αν τα προσχέδια είναι γνήσια, αυτός πάλι απευθύνεται σε έναν συλλέκτη έργων τέχνης, εκείνος με τη σειρά του τον παραπέμπει σε μια τεχνοκριτικό στο Βέλγιο… Μ’ αυτά και μ’ αυτά υφαίνεται η πλοκή. Στο ενδιάμεσό της, παρατίθενται στους διαλόγους μεταξύ των προσώπων λεπτομέρειες (λίγο πολύ γνωστές) όχι μόνο για τη σύλληψη, τη δίκη και την εκτέλεση του Μπελογιάννη αλλά και για τον ισπανικό Εμφύλιο, τις σταλινικές δίκες της Πράγας, τον Τσε, τον Μάη του ’68, τη διάσπαση του ΚΚΕ, το αντιδικτατορικό κίνημα κ.λπ. –ένα πλήρες μάθημα για την Ιστορία της ελληνικής και της διεθνούς Αριστεράς τα τελευταία εβδομήντα – ογδόντα χρόνια, διανθισμένο με σοφά αποφθέγματα διασημοτήτων του πνεύματος και της πολιτικής.

Το πρώτο πράγμα που προσέχει ο αναγνώστης του βιβλίου είναι οι άτεχνες (και ανεπίτρεπτες σε ένα νουάρ που σέβεται το όνομά του) αλλαγές αφηγηματικής εστίας: η αφήγηση αρχίζει με τη φωνή του συλλέκτη ιστορικών τεκμηρίων, συνεχίζεται (ή μάλλον ξαναρχίζει) με τη φωνή της νεαρής κληρονόμου, ξαφνικά και αναπάντεχα η σκυτάλη περνάει σε έναν εξωδιηγητικό, παντεπόπτη αφηγητή, έπειτα ξαναπερνάει στον συλλέκτη και πάει λέγοντας, με ανεξήγητα άτακτη σειρά μάλιστα. Η αφήγηση όχι μόνο δεν κερδίζει τίποτα με αυτές τις εντελώς αχρείαστες και αψυχολόγητες εναλλαγές αλλά και καταστρέφεται ο ειρμός της. Η επόμενη παρατήρηση αφορά την απουσία έστω και ενός ζωντανού και ενδιαφέροντος χαρακτήρα: όλοι υπάρχουν απλώς για να εκφωνήσουν την ποσότητα ιστορικών πληροφοριών που έχει αναθέσει στον καθένα ο συγγραφέας. Και η τρίτη παρατήρηση, συναφής με τις άλλες δύο και σε μεγάλο βαθμό συνέπειά τους, είναι ότι δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα το παραμικρό ιχνοστοιχείο από την ατμόσφαιρα ενός νουάρ ή από οποιουδήποτε είδους ατμόσφαιρα. Ο γοητευτικός ιμπρεσιονισμός του νουάρ, με εκείνα τα απορροφητικά ματ χρώματα που εκφράζουν διακριτικά τη διάθεση του ήρωα, έχει άλλωστε ακυρωθεί εδώ από την ίδια την αφηγηματική δομή που επέλεξε ο συγγραφέας. Ακόμη και η μελαγχολική γκριζάδα του Παρισιού, όπου εκτυλίσσεται ένα μεγάλο μέρος της υπόθεσης, υφίσταται μόνον επειδή έτσι μας λέει σποραδικά ο ένας ή ο άλλος χαρακτήρας.

Δεν θα πω τίποτα που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υπόδειξη για την ταυτότητα του δολοφόνου, σεβόμενος τη δεοντολογία, αφού υπάρχουν αναγνώστες που διαβάζουν τέτοια μυθιστορήματα αποκλειστικά για να μάθουν «who done it». Νομιμοποιούμαι όμως, όπως πιστεύω, να αποκαλύψω ότι η λύση του γρίφου δεν έχει σχέση ούτε με τον Πικάσο ούτε με τον Μπελογιάννη, στην πραγματικότητα μάλιστα ούτε και γενικά με την Ιστορία της Αριστεράς. Τότε, θα ρωτήσει κανείς, προς τι όλη αυτή η κατασκευή; Μα το είπα στην αρχή. Αφενός ό, τι πλασάρεται ως νουάρ είναι της μόδας, αφετέρου ο Νίκος Δαββέτας έχει βρει στον μαζοχισμό της αριστερής ιστορικής μνήμης μια σίγουρη και πάντα προσφιλή στην Ελλάδα πηγή έμπνευσης –όσο μπορεί να ονομαστεί έμπνευση η μεταφορά διανοητικών αναμασημάτων από το ένα μυθοπλαστικό δοχείο στο άλλο.

Το γεγονός εξάλλου ότι «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» δεν προάγει ούτε στο ελάχιστο τον προβληματισμό για εκείνη την εποχή μπορεί να αποτελεί και πλεονέκτημα για την τύχη του. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής Αριστεράς έχει επιστρέψει, από τότε που άρχισε η Κρίση, σε εκείνα τα χρόνια, με την ίδια φρασεολογία, την ίδια νοοτροπία και με προσαυξημένη τη λαγνεία του για τα σύμβολα που κληρονόμησε από τότε. Δεν θα είναι παράξενο, επομένως, αν αγκαλιάσει αυτό το μυθιστόρημα, που αναρριπίζει τους καημούς της, ραντίζοντάς τους μάλιστα με ένα κάποιο άρωμα από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα.