Με αφορμή τη μελέτη της κόρης μου στο μάθημα της Ιστορίας για τις εισαγωγικές εξετάσεις, παρατήρησα ότι σημαντικό μέρος της διδασκαλίας αφορά την Κίνα: οι Βρετανοί θεωρούν ότι η ασιατική αυτή χώρα θα είναι ο «μεγάλος παίκτης» του αιώνα που διανύουμε –και το εκπαιδευτικό τους σύστημα προσαρμόζεται ανάλογα. Τα παιδιά διδάσκονται κουλτούρα, νοοτροπίες και τρόπους σκέψης της Κίνας.

Συνειρμικά, οδηγήθηκα σε μάλλον ευτράπελες αναμνήσεις. Στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας, όπου αρχικά σπούδασα, υπήρχαν κινεζόφιλες φοιτητικές παρατάξεις. Αριστερές, φυσικά, η Κίνα του Μάο είχε τότε αρκετή αίγλη, ιδίως μεταξύ όσων διαφωνούσαν με τη Σοβιετική Ενωση. Η γνώση μας για την Κίνα δεν είχε βέβαια βάθος, περιοριζόταν σε πολιτικό επίπεδο και εξαντλούνταν στο «καλά το κάνουν αυτό» ή «στραβά το κάνουν εκείνο».

Λίγο μετά τον θάνατο του Μάο, ξέσπασε διαμάχη στο εσωτερικό του καθεστώτος, στο ίδιο το (μονοκομματικά και δικτατορικά κυβερνών) Κομμουνιστικό Κόμμα. Και έγινε η σύγκρουση που γίνεται παντού και πάντα: μεταρρυθμιστές εναντίον αντιδραστικών. Οι μεν θέλανε αλλαγές που θα βάζανε την Κίνα στον σύγχρονο χάρτη, οι δε ακινησία και διατήρηση προνομίων (σας θυμίζει τίποτα;). Οι πρώτοι πίεζαν να εφαρμοστούν οι λεγόμενοι «τέσσερις εκσυγχρονισμοί», με κορυφαίο την (αργή αλλά βέβαιη) προσαρμογή στην οικονομία της αγοράς, οι δεύτεροι επιμένανε στον κρατισμό. Οι πρώτοι είχαν τις ρίζες τους στον παραδοσιακό κινέζικο κομφουκιανισμό, οι δεύτεροι στην τοπική εκδοχή του σταλινισμού, τον μαοϊσμό. Οι μεν ήταν πραγματιστές και οπαδοί της επιστημονικής προόδου, οι δε εχθροί της επιστήμης και της πνευματικής εργασίας. Φυσικά, οι τελευταίοι είχαν ξεχαρβαλώσει το εκπαιδευτικό σύστημα: φτάνει μονάχα να πω ότι έστελναν ηλικιωμένους καθηγητές πανεπιστημίου να γίνουν σκαφτιάδες, ώστε ν’ «αναμορφωθούν».

Σήμερα το όνομα Ντενγκ Σιαοπίνγκ (ή, ο μέντοράς του, ο Τσου Εν Λάι) μπορεί να μη λέει τίποτα. Είχε όμως μεγάλη σημασία ότι επικράτησε η δική του τάση, οι πραγματιστές, και η Κίνα είχε την εξέλιξη που είχε, έστω και λειψή (αφού αναπτύχθηκε βέβαια οικονομικά, έχει μείνει όμως πίσω σε κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες). Αντίθετα, αν είχαν κυριαρχήσει οι επίγονοι του Μάο (δηλαδή η χήρα του, η Τσιανγκ Τσινγκ, και οι συν αυτήν, η λεγόμενη «συμμορία των τεσσάρων»), η Κίνα θα είχε την τύχη της Σοβιετικής Ενωσης, χωρίς καν το επιστημονικό δυναμικό της τελευταίας.

Την ίδια περίπου εποχή, όταν στην Ιατρική Σχολή τσακώνονταν άγρια οι κινεζόφιλοι μεταξύ τους και όλοι μαζί με τους σοβιετόφιλους κνίτες, υπήρχαν κάποιοι «τρελοί» που προσπαθούσαν να σπουδάσουν την επιστήμη τους και να μην ασχολούνται (μόνο) με την πολιτική: ήταν ο Δημοκρατικός Αγώνας, η μετριοπαθής αριστερή παράταξη στην οποία ανήκα και εγώ.

Κυβέρνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία του πρώτου Καραμανλή, με υπουργό Υγείας τον περίφημο γιατρό Σπύρο Δοξιάδη. Ο άνθρωπος ετοίμασε ένα σχέδιο για την Υγεία, που βελτίωνε πέντε – δέκα πράγματα στον προβληματικό αυτό τομέα. Στον Δημοκρατικό Αγώνα μελετήσαμε τις προτάσεις του, είδαμε ότι ήταν θετικές για την Υγεία και για την ιατρική εκπαίδευση, και βγήκαμε με πανό «Ναι στο Σχέδιο Δοξιάδη». Το αποτέλεσμα ήταν ότι αντιμετωπιστήκαμε με όλο το αριστερό υβρεολόγιο της εποχής («οπορτουνιστές», «δεξιοί», «ρεβιζιονιστές») απ’ όλους, ακόμα και από τη δεξιά ΔΑΠ, ίσως γιατί υψηλόβαθμο στέλεχος της ΝΔ είχε χαρακτηρίσει το σχέδιο «μαρξιστικό». Προφανώς, ο νόμος ενός υπουργού της Νέας Δημοκρατίας δεν υπήρχε περίπτωση να έχει τίποτα το θετικό.

Γιατί θυμήθηκα αυτές τις παλιές ιστορίες; Γιατί, περνώντας πρόσφατα από την Ιατρική είδα ξανά συνθήματα και πανό με την ίδια ξύλινη οπισθοδρομική γλώσσα, εκτός τόπου και χρόνου, χωρίς καμία σχέση με το περιεχόμενο των σπουδών. Δυστυχώς, ούτε η ιατρική εκπαίδευση ούτε η εκπαίδευση γενικά προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Επομένως, δεν προετοιμάζουν τη νέα γενιά για να ζήσει στον κόσμο του παρόντος και του μέλλοντος. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να είναι πεπαλαιωμένο και μη ανανεούμενο, να χάνει μεγάλο αριθμό νέων επιστημόνων προς το εξωτερικό, να κυριαρχείται από την αποστήθιση και την απουσία πρωτοβουλίας.

Ομως η εκπαίδευση δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί τους εκπαιδευτικούς. Ούτε για να συντηρεί «αιώνιες αξίες». Ούτε για να επαναλαμβάνει επί δέκα ή είκοσι χρόνια τα ίδια πράγματα, ούτε βέβαια για να είναι το πεδίο ανούσιων συζητήσεων. Η εκπαίδευση οφείλει όχι μόνο ν’ αλλάζει μαζί με την κοινωνία αλλά να ωθεί την κοινωνία στην αλλαγή.

Αν η παιδεία και τα πανεπιστήμιά μας δεν φτιαχτούν, αν συνεχίσουμε ανούσιες καταλήψεις και προπηλακισμούς, αν διατηρηθεί η κουλτούρα της βίας και της αντιεκπαίδευσης, τότε όσες δημοσιονομικές συγκλίσεις και να πετύχουμε μάλλον πιο κοντά στην Κίνα της Τσιανγκ Τσινγκ παρά στην Κίνα του Ντενγκ Σιαοπίνγκ θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε.

Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής των Οικονομικών της Υγείας στη London School of Economics και πρώην υπουργός