Οι ξένοι δημοσιογράφοι στο Λονδίνο αποκάλεσαν τον Ολυμπιακό νέα αυτοκρατορία του μπάσκετ.

Οι τίτλοι ή οι χαρακτηρισμοί μπορεί να είναι λίγο πρόωροι, όμως δείχνουν το μέγεθος της εντύπωσης που έχουν προκαλέσει οι πρωταθλητές Ευρώπης στον χώρο του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Οχι μόνο για το ριπίτ (που μόνο άλλες δύο ομάδες έχουν καταφέρει από την καθιέρωση των φάιναλ φορ, το 1988) αλλά κυρίως για τον τρόπο που το πέτυχε. Με ολοκληρωτικό μπάσκετ, σε ημιτελικό και τελικό, που θύμισε λίγο τη Ζαλγκίρις το 1999 στο Μόναχο. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε οι Λιθουανοί είχαν αιφνιδιάσει τον Ολυμπιακό στον ημιτελικό ενώ στον τελικό ήταν συνέχεια μπροστά και ουδέποτε βρέθηκαν πίσω, όπως οι Ερυθρόλευκοι στο -17 με τους Μαδριλένους στο πρώτο δεκάλεπτο του τελικού (10-27).

Αυτό το κορυφαίο επίτευγμα λοιπόν έχει εξήγηση και ο εκ των προέδρων του Ολυμπιακού Γιώργος Αγγελόπουλος είχε δώσει το στίγμα πριν από λίγο καιρό, λέγοντας ότι η ομάδα του λανσάρει ένα νέο μοντέλο που εξελίσσεται και προοδεύει.

Τι εννοούσε ο πρόεδρος; Μα αυτό που έχει αρχίσει ο Ολυμπιακός τα τελευταία χρόνια, κάνοντας μια στροφή στα ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ (Παπανικολάου, Σλούκας, Μάντζαρης, Κατσίβελης και Γεωργάκης).

Αλλωστε ήξεραν καλά τη συνταγή από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής τους, όταν αρχικά είχαν πάρει Βασιλόπουλο, Βασιλειάδη, Μαυροκεφαλίδη που διέπρεπαν στις μικρές εθνικές ομάδες και όχι μόνο. Απλώς έχοντας την τελευταία πενταετία τον πλήρη έλεγχο της ομάδας αλλά και περισσότερη γνώση και σοφία έστησαν αυτόν τον ελληνικό κορμό «ντύνοντάς» τον με έναν από τους 2-3 απόλυτους ηγέτες του ελληνικού μπάσκετ τα τελευταία χρόνια, τον Βασίλη Σπανούλη.

Σε μια εποχή που είχαν αποφασίσει να εξορθολογήσουν το μπάτζετ, δεν δίστασαν να κάνουν την υπέρβαση για έναν κορυφαίο παίκτη που όχι απλώς το άξιζε αλλά το εξαργύρωσε κιόλας με το παραπάνω.

Παλαιότερα οι μεταγραφές Παπαλουκά, Τεόντοσιτς, Κλέιζα (ακόμη και Τσίλντρες, περισσότερο για το άνοιγμα προς το ΝΒΑ) μπορεί να μην έφεραν ανάλογους τίτλους, βοήθησαν όμως την ομάδα να αλλάξει επίπεδο, πάντα πλαισιωμένη από προπονητές-προσωπικότητες, όπως ο Ιβκοβιτς, ο Γιαννάκης, ακόμη και ο Γκέρσον. Ναι, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει την προσωπικότητά του και θυμίζουμε ότι κανένας άλλος προπονητής (ίσως με εξαίρεση τον Γιαννάκη στον τρίτο τελικό του 2009) πλην του Ισραηλινού δεν είχε πλησιάσει τόσο κοντά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Απείχε μόλις ένα «Noncall» του Τάσου Πηλοΐδη στο αδιαμφισβήτητο φάουλ του Διαμαντίδη πάνω στον Πεν στο φινάλε του τρίτου τελικού στο ΟΑΚΑ.

Παράλληλα, εκτός του ελληνικού κορμού χτισμένου γύρω από τον Σπανούλη, αποκτήθηκαν και δύο αμερικανοί-λίρα εκατό, που είναι αμφίβολο αν υπάρχουν καλύτεροι στην κατηγορία τους. Ο Κάιλ Χάινς και ο Εϊσι Λο (μαζί και ο Ντόρσεϊ που όμως θύμιζε από την πρώτη στιγμή πολλές φορές ωρολογιακή βόμβα) ανέβασαν αρκετά σκαλιά την απόδοση της ομάδας, δένοντας με τους Ελληνες όχι μόνο αγωνιστικά αλλά και ως χαρακτήρες.

Στο μεταξύ, οι «μικροί» μεγάλωσαν στα χέρια του Γιαννάκη, του Ιβκοβιτς και φέτος του Μπαρτζώκα με χαρακτηριστικό παράδειγμα το δίδυμο του Μαντουλίδη, Κώστα Σλούκα και Δημήτρη Κατσίβελη που άλλαξαν τον ρυθμό του τελικού την Κυριακή το βράδυ στο δεύτερο δεκάλεπτο βάζοντας και πάλι τους πρωταθλητές Ευρώπης σε τροχιά υπεράσπισης του τίτλου τους.

Παράλληλα, οι πρόεδροι δεν έριξαν πακτωλό χρημάτων ως δέλεαρ για να κρατήσουν στη θέση του τον εκ των κορυφαίων προπονητών του συλλόγου, τον Ντούσαν Ιβκοβιτς. Ο Σέρβος είναι σχεδόν βέβαιο πως αν έπαιρνε τα οικονομικά εχέγγυα που ήθελε θα παρέμενε.

Αμέσως οι αδελφοί Αγγελόπουλοι εμπιστεύθηκαν τον Γιώργο Μπαρτζώκα με πολύ χαμηλότερο κασέ, αλλά ιδιαίτερα θετικές περγαμηνές από όπου και αν είχε περάσει και ας μην είχε ποτέ δουλέψει σε μια ομάδα με το ειδικό βάρος του Ολυμπιακού. Και λογικά νιώθουν δικαιωμένοι.