Ενας αστικός μύθος λέει πως ανάμεσά μας κυκλοφορούν σημαντικοί τραγουδιστές, οι οποίοι εξαιτίας των επιλογών τους, προτού καν βγουν από την αφάνεια, χάνονται σε αβυσσαλέα βάθη.

Η πρώτη επιλογή αφορά την προσωπική ταυτότητα. Ποιος είσαι. Τι μπορείς να κάνεις. Πόσο μπορείς να φανείς αντάξιος του έμφυτου ταλέντου σου – γιατί υπάρχει και αυτό. Πόσο θα δικαιώσεις την δουλειά και την προσπάθειά σου. Με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Ποια όχι σου θα έχουν σημασία…

Η δεύτερη είναι η προέκτασή της: Αποφασίζεις πόση σημασία έχουν οι κομμωτές, οι ιματζμέικερς, οι μακιγιέρ, οι στυλίστες και πόση το τραγούδι και η προετοιμασία.

Και η τρίτη δεν είναι ελάχιστα σημαντική: Τι θα τραγουδήσεις και πως.

Η Ελεονώρα Ζουγανέλη, παιδί με μουσική αγωγή έμφυτη και σωστούς μέντορες στα πρώτα της βήματα, δεν είχε φανεί να συνειδητοποιεί το μέγεθος του ταλέντου της. Δεν αρκεί να σου λένε πως «είσαι καλή τραγουδίστρια». Πρέπει να συνειδητοποιείς κι εσύ ότι είσαι και να το δικαιώνεις. Με επιλογές που σου προσφέρουν αυτό, το παραπέρα, το παραπάνω.

Μέχρι τώρα, εν μέσω μεγάλης επιτυχίας και γεμάτων αιθουσών, παραληρήματος θαυμαστών και ανασφάλειας (προφανώς), το παιδί Ελεονώρα έπαιζε κατά κύριο λόγο – εκουσίως – στο τερέν του τραγουδιού ασφαλώς, και με το θυμικό. Φλέρταρε με εύκολα κι ανούσια ποπάκια, επανεκτελέσεις ξένων χιτ της εποχής, με άδειους και συνθηματικούς στίχους και έδινε βάση σε εσωτερικές ή εξωτερικές παραινέσεις που την έφερναν στα μέτρα της αισθητικής της ελληνικής πίστας, που ποντάρει σε υπερβολές ενδυματολογικές και κομμωτικές παραμορφώσεις, στην οπτική πρόκληση και στην συμπεριφορική παρεκτροπή αντί στην ουσία: το τραγούδι, τον λόγο, την ερμηνεία.

Αυτό δεν της στέρησε την αναγνώριση από το «ευρύτερο» κοινό, που εύκολα μπορεί να ξεχάσει την τελευταία της φούξια κουπ με το που θα εμφανιστεί βεριτάμπλ ανούσιο «ζώον της ελληνικής πίστας» (κατά το ζώον της σκηνής, γαλλιστί) και της εύκολης ποπ. Ούτε που θα καθίσει να μετρήσει πόσο άνετα αισθάνεται εκείνη με την καριέρα της, τα τραγούδια της, το σώμα της. Θα την προσπεράσει και ας παίρνει τους αναπτήρες στα χέρια κάθε που τους τραγουδάει το «Κόψε και μοίρασε».

Η Ελεονώρα, λοιπόν, μετακόμισε. Δεν μένει πια εκεί. Έναν κομμωτή τον κρατάει (μην αφήνοντάς τον πλέον να την παρασύρει σε ακρότητες με το… ψαλίδι και την καραμπογιά), δεν είναι όμως πλέον το θέμα της ούτε η μανικιουρίστα, ούτε η ροζ γόβα λουστρίνι.

Μετακόμισε. Και πήγε, επιτέλους, για πρώτη φορά (ναι, για πρώτη, κι ας έχει ξανατραγουδήσει σε μουσικές σκηνές και συναυλίες – πέρα από την εμπειρία της στις δεύτερες φωνές, κατά τη σύμπραξη του μέντορά της Γιώργου Νταλάρα με τον Αντώνη Ρέμο, σε μεγάλη πίστα), μετακόμισε λοιπόν στον χώρο «της». Δεν διεύρυνε πλέον το εσπερινό φανατικό ακροατήριό της σε μεγέθη πίστας, αναζητώντας τεράστιους χώρους, όπως έκανε μάλλον υπερφίαλα η συνάξιά της και συναγωνίστριά της Νατάσα Μποφίλιου. Εμεινε στο κλαμπάκι, στο «Σταυρό του Νότου», μια ανάσα από τους θεατές και – κυρίως- ακροατές της (και από το πανταχού παρών οργανωμένο φαν κλαμπ της με τον γλαφυρό τίτλο «Ελεώς»).

Μετακόμισε και από τα σουσούμια της πίστας. Φόρεσε μια παντελόνα, ένα σέξυ μπλουζάκι που δεν χρειαζόταν να αποκαλύπτει πολλά. Αγάπησε στο μεταξύ και το σώμα της, μετακόμισε και από την διαρκή αυτοάμυνα στην επίθεση και αναδύθηκε: από κοριτσάκι, ώριμη ερμηνεύτρια. Που μπορεί να σταθεί παντού, σε πίστες, σε μουσικές σκηνές, σε πατάρια συναυλιών, αλλά ξέρει που ακριβώς θέλει εκείνη να σταθεί.

Μοιάζει να γνωρίζει πλέον ποια είναι και τι θέλει. Λέει τραγούδια που της λένε ποια είναι και όχι ποια θα έπρεπε να είναι. Και αυτό κάποιοι το ονομάζουν και ειλικρίνεια.

«Μετακόμιση τώρα» είναι ο τίτλος του προγράμματός της. Σημαδιακός και συμβολικός. Η Ελεονώρα έχει μετακομίσει και με φορτηγό και με… κουμπάρο. Στο κέντρο της Αθήνας. Και ορίζει τον προσωπικό της χώρο, όπως τον ορίζει και στη σκηνή, όπου με έναν τρόπο τον έχει μεταφέρει. Από εδώ η δισκοθήκη και βιντεοθήκη της, από εκεί ένα τραπεζάκι κι ένας καθρέφτης καμαρινιού. Ανάμεσά τους κιβώτια. Γεμάτα με όσα πήρε μαζί της. Τα άλλα έμειναν πίσω. Μαζί με τον πολτό ανούσιας ποπ που πέρασε από τα χείλη της και δεν την ξεδιψάει πια.

Ο γράφων έχει υπομείνει αρκετά προγράμματα με επιλογές που δεν την δικαίωναν από την αρχή των τραγουδιστικών εμφανίσεών της. Και εδώ η λέξη κλειδί είναι «υπομείνει».

Η «Μετακόμισή» της δεν χρειάζεται υπομονή. Μόνον διάθεση να απολαύσει κανείς όλη αυτή την ενέργεια, τη σκηνική δύναμη, ακόμη και την γοητευτική υπερκινητικότητα της Ελεονώρας, σε μια σειρά από τραγούδια που δεν προδίδουν την ιδιότητα της «καλής τραγουδίστριας» που της προσάπτεται. Επιτέλους, είναι αντάξια του δεδομένου ταλέντου της.

Δεν την έχουμε δει πιο ενεργειακή και πιο σέξυ. Πιο όμορφη και πιο σίγουρη μέσα στα ρούχα της, αλλά και τις ερμηνείες της. Πιο προετοιμασμένη για αυτή την σπίθα που αν την προσέξει ο ερμηνευτής μπορεί να την κάνει λυτρωτική φλόγα από σκηνής.

Δεν είναι το χαμόγελό της, που δεν το αφήνουν να σβήσει, όπως και την φλόγα, τα χείλια της. Είναι η χαρά που εκπέμπει την ώρα που παραδίδει, μαζί με τους πέντε πολύ καλούς – και δεμένους – μουσικούς της (προεξάρχοντος του Ευριπίδη Ζεμενίδη), σε εκδοχή κάντρι το «Like A Prayer» της Μαντόνα – κάτι σε line dancing του αμερικανικού Νότου! Ή που αφήνει απαλά στην αίθουσα το «Κλαίω κι οδηγώ στην Αττική οδό», ως εξαιρετική, μπαλάντα γητειάς. Ούτε ο τρόπος που δίνει νέα ζωή στο «Μάνα μου Ελλάς» του Σταύρου Ξαρχάκου από το «Ρεμπέτικο».

Δεν είναι καν το φλαμένκο που χορεύει, μέσα σε ένα ωραίο μαύρο μακρύ φόρεμα, με ζηλευτή θέρμη και ένταση, στο «Να ζήσω ή να πεθάνω σε ένα φλαμένκο επάνω» των Αντύπα – Νικολακοπούλου.

Είναι που δίνει νέα ζωή και – κυρίως – κάτι που οι περισσότεροι το ξεχνούν: ανάσα. Αφήνει τα τραγούδια να αναπνεύσουν ελεύθερα στο στόμα, στα μάτια, στο χαμόγελό της, στο παλλόμενο κορμί της, πίσω και πέρα από μικρόφωνα και ηλεκτρικά ηχεία.

Και αυτό το κάνει ακόμη και στα δικά της τραγούδια. Ακόμη και τα καινούργια που έχουν «περάσει» ήδη στο κοινό της. Δεν τα εξωραΐζει. Τα αφήνει να ειπωθούν. Με το στόμα, την καρδιά, τα πνευμόνια και το σώμα.

Η ενότητα της «Μετακόμιση» (είπαμε το σύνθημα – όχι πια στα εύκολα – είναι «Μετακόμιση τώρα») είναι διασκεδαστική, με τις εκδοχές των τραγουδιών του φευγιού, για μάγκες, ευαίσθητους και συνεσταλμένες κορασίδες. Με τραγούδια πίστας, πάντως αγαπημένα, που κι αυτά αποκτούν ανάσα στα χείλη της.

Αν χρειαζόταν να κάνει μετακόμιση για να μας χαρίσει αυτό το πρώτο σόλο ωριμότητας, αυτογνωσίας και ειλικρίνειας η Ελεονώρα Ζουγανέλη, ίσως θα στεναχωρήσουμε τους δικούς της που την έχασαν από κοντά τους, αλλά πολύ καλά έκανε!

Το πρόγραμμα αυτό, με την ανάσα του, μπορεί να δροσίσει λυτρωτικά και το δύσκολο καλοκαίρι που έρχεται. Μαθαίνουμε πως ήδη έχει δύο μουσικά ραντεβού στον Βύρωνα και στη Θεσσαλονίκη. Όμως το «Μετακόμιση τώρα» μπορεί να αναδειχθεί, κατά τη γνώμη του γράφοντος, σε γκανιάν των καλοκαιρινών συναυλιών. Με τόλμη και… δροσιά. Είθε μέσα στην ύφεση να βρεθούν τρόποι να γυρίσει όλη την Ελλάδα. Εστω και σαν ένα Κοντσέρτο ωριμότητας για Τραγούδι και Ερμηνεία (επιτέλους!) Για Καλή Ανάσταση. Και θερινή…

ΥΓΒγαίνοντας από το κλαμπ του «Σταυρού του Νότου», τη βραδιά που ο γράφων είδε την «Μετακόμιση» της Ελεονώρας, στην είσοδο μιλούσε στο κινητό του ένας ιερέας! Ενδειξη της ευρύτητας του κοινού της, άραγε;