Ο κύριος Τσίπρας σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις του, οι οποίες απευθύνονται στο εσωτερικό του κόμματός του και όχι στην κοινωνία, είπε πως στον ΣΥΡΙΖΑ «θέλουμε να σώσουμε την Ελλάδα μέσα στο ευρώ, όχι να σώσουμε το ευρώ στην Ελλάδα». Είπε δηλαδή, από την ανάποδη, ακριβώς αυτό που λένε και οι Μέρκελ – Σόιμπλε. Εξέφρασε το ρεύμα του σύγχρονου ευρωσκεπτικισμού, σύμφωνα με το οποίο το ευρώ έγινε για να ικανοποιήσει εθνικές ανάγκες σε διεθνές επίπεδο.

Η αντίληψη Σόιμπλε και Τσίπρα βλέπει στο ευρώ ένα νόμισμα και τίποτε άλλο. Ο Σόιμπλε θέλει τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από αυτό το νόμισμα (μεγάλη αγορά, ισχυρό νόμισμα, δημοσιονομική εναρμόνιση, σταθερότητα των ισοτιμιών, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων) χωρίς όμως καμία από τις υποχρεώσεις (οικονομική, φορολογική και πολιτική σύγκλιση), που απορρέουν από την ύπαρξή του. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη θέλει τα ίδια με άλλη λογική. Λέει «ναι» στο ευρώ ως νόμισμα που θα διευκολύνει τις μεταβιβαστικές πληρωμές, αλλά αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις όσων δέχονται αυτές τις πληρωμές και για τα βάρη που καλούνται να αναλάβουν όσοι πρέπει να πληρώσουν αυτές τις μεταβιβαστικές πληρωμές.

Και οι δύο πλευρές όμως συμφωνούν σε ένα πράγμα. Βλέπουν το ευρώ με τα μάτια του κράτους που εκπροσωπούν και όχι με τα μάτια της Ευρώπης ως μοντέλου ενοποίησης διαφορετικών εθνικών ιδιομορφιών, οικονομικών μοντέλων και πολιτισμικών συμπεριφορών. Και οι δύο υπερασπίζονται εθνικά κεκτημένα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο και όχι το ευρωπαϊκό ιδεώδες σε εθνικό πλαίσιο.

Αυτό που διακυβεύεται με τις πολιτικές Σόιμπλε και Τσίπρα, όσο και να θέλουν οι ίδιοι να τις παρουσιάζουν ως κάτι το εντελώς διαφορετικό, δεν είναι μόνο το νόμισμα, αλλά η αμφισβήτηση βασικών αρχών της ευρωπαϊκής ενοποίησης: η συμβίωση, η αλληλεγγύη και κυρίως η δημοκρατία. Οσο και να φαίνονται διαφορετικές οι οπτικές γωνίες των δύο, η αφετηρία τους είναι κοινή. Και οι δύο βλέπουν την Ευρώπη ως μια ενότητα συνεπών και ασυνεπών μελών. Στο μόνο που διαφωνούν είναι ποιοι είναι οι συνεπείς και ποιοι όχι.

Το τοπίο εξουσίας που έχει διαμορφωθεί στην ΕΕ είναι ένα τοπίο παραλυτικής πολυφωνίας. Η ΕΕ μιλάει με τη φωνή του προέδρου της Επιτροπής, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική, της εκ περιτροπής ευρωπαϊκής προεδρίας και κυρίως με τη φωνή του Βερολίνου και των χωρών των τριών Α από τη μια και των υπερχρεωμένων χωρών από την άλλη. Κανείς δεν μιλάει στο όνομα της ενιαίας Ευρώπης.

Οι πολιτικές Σόιμπλε –βαθύτατα ένοχες επειδή εγκατέλειψαν μια βασική αρχή του γερμανικού καπιταλισμού, ο οποίος πάντα είχε ως προτεραιότητά του την υποστήριξη του παραγωγικού κεφαλαίου και όχι του χρηματοπιστωτικού –κρύβουν αυτή την ενοχή πίσω από τη στοχοποίηση του τεμπέλη Νότου. Το μείζον όμως εδώ δεν είναι η απόκρυψη ενός θεμελιώδους «λάθους», ότι, δηλαδή, τα ανεξέλεγκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα αυξάνουν συνεχώς τα εθνικά εισοδήματα, αλλά η αποκάλυψη μιας θεμελιώδους αρχής της σημερινής γερμανικής πολιτικής ηγεσίας. Αυτή η ηγεσία δεν ενδιαφέρεται για το ευρωπαϊκό όραμα αλλά για το γερμανικό ΑΕΠ.

Με τη σειρά τους οι αντιλήψεις Τσίπρα βλέπουν το ευρώ μόνο ως νόμισμα που θα διατηρεί την ευημερία του Νότου, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να αλλάξει το παραγωγικό του μοντέλο. Αυτές οι αντιλήψεις δεν αντιλαμβάνονται πως μεταβιβαστικές πληρωμές σε έναν Νότο που διατηρεί το παραγωγικό του μοντέλο σημαίνουν παράταση και εμβάθυνση της κρίσης του.

Και οι δύο πλευρές όμως δεν θέλουν να υπάρξει μετάβαση από τη διακρατική στην ομοσπονδιακή Ευρώπη. Γι’ αυτό και βλέπουν το ευρώ μόνο ως νόμισμα και όχι ως πολιτικό μέσο για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η ευρωπαϊκή κρίση δεν είναι τόσο κρίση χρέους και ελλειμμάτων, ούτε μόνο κρίση που απορρέει από τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας. Είναι κρίση που απορρέει από την υπερίσχυση των εθνικισμών έναντι της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Δεν είναι κρίση του ευρώ, αλλά της δημοκρατικής λειτουργίας της Ευρώπης. Είναι κρίση πολιτική και όχι οικονομική. Είναι κρίση της δημοκρατίας. Η Ευρώπη πρέπει να επιστρέψει στη δημοκρατία και για να γίνει αυτό χρειάζεται να ηττηθούν οι κρυπτόμενοι εθνικισμοί του Βορά και του Νότου.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ