Κόντεψαν να πέσουν από τις καρέκλες τους πριν από δυο μήνες, όταν άκουσαν την είδηση από την τηλεόραση οι Τσιγγάνοι του χωριού Πόλγιτσε, 150 χλμ. βορειοανατολικά του Σαράγιεβο. Δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους. Η εκφωνήτρια του δελτίου ειδήσεων παρουσίασε ένα ρεπορτάζ για τον Ναζίφ Μούγιτς. Τον δικό τους Ναζίφ, τον συγχωριανό τους.

Ο σχεδόν αγράμματος, δίχως δόντια 42χρονος συμπατριώτης τους, συλλέκτης παλιοσίδερων, ήταν πρώτη είδηση και τα τηλεοπτικά πλάνα τον έδειχναν να δέχεται συγχαρητήρια ενώ κρατούσε μια ασημένια Αρκούδα στα χέρια. Ο άνεργος εδώ και χρόνια βόσνιος Ρομά, ερασιτέχνης ηθοποιός ουσιαστικά (που πείσθηκε ύστερα από πολλά παρακάλια), ήταν ο φετινός νικητής στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, ο οποίος τιμήθηκε με την Αργυρή Αρκτο –το βραβείο καλύτερης ερμηνείας –στερώντας το από τον Μπραντ Πιτ και τον Τζουντ Λο που ήταν συνυποψήφιοί του. Στη σκηνή πια εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τον σκηνοθέτη της ταινία «An episode in the life of an iron picker» («Ενα επεισόδιο από τη ζωή ενός συλλέκτη παλιοσίδερων»), τον διακεκριμένο Ντάνις Τάνοβιτς.

Στο χωριό, νέοι και ηλικιωμένοι ήταν στο πόδι. Βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας ρυθμικά «Νάζε, Νάζε», χόρευαν στο χιόνι κι έκαναν σχέδια για την τελετή υποδοχής του συγχωριανού τους: να στρώσουν κόκκινο χαλί στον κεντρικό λασπωμένο δρόμο και να ψήσουν αρνί.

Η ταινία είναι μια μυθιστορηματική εκδοχή του αγώνα που είχε δώσει ο Μούγιτς για να σώσει τη σύζυγό του ύστερα από μια αποβολή. Οι γιατροί του νοσοκομείου είχαν αρνηθεί να περιθάλψουν τη γυναίκα του Σενάντα Αλιμάνοβιτς, διότι το ζευγάρι αφενός δεν είχε ασφάλιση και αφετέρου δεν διέθετε τα 500 ευρώ για την επέμβαση.

Ενα δημοσίευμα εφημερίδας τράβηξε την προσοχή του Τάνοβιτς και αποτέλεσε την έμπνευση για την ταινία. «Ελπίζω η ζωή του Ναζίφ να αλλάξει για πάντα», είχε δηλώσει ο βραβευμένος (με τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών για την ταινία του «No man’s land») σκηνοθέτης ύστερα από την εκπληκτική νίκη του βόσνιου Ρομά.

Εστω και στιγμιαία η ζωή του Μούγιτς άλλαξε. Καθώς το πάρτι για τα επινίκια στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Μούγιτς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πώς βρέθηκε στη χώρα των θαυμάτων. Το φαγητό ήταν εξαίσιο, θυμάται, και όλοι ήταν όμορφοι και ευχάριστοι –εκτός από έναν ενοχλητικό τύπο που τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, ακόμα και στην τουαλέτα.

Με τα πολλά οι διοργανωτές τού εξήγησαν πως πρόκειται για τον προσωπικό του σωματοφύλακα, κάτι που θεωρείται απολύτως φυσικό για όλους τους σταρ του κινηματογράφου.

Σημερα, δύο μήνες ύστερα από εκείνη την ανεπανάληπτη βραδιά, η Αργυρή Αρκτος του Ναζίφ Μούγιτς κάνει παρέα σε δύο άλλες πορσελάνινες φιγούρες, ένα λιοντάρι που βρυχάται κι έναν καθιστό σκύλο, σ’ ένα ράφι στο καθιστικό του άνεργου ακόμη βόσνιου Ρομά.

Εκείνος εξακολουθεί να τριγυρνά και να συλλέγει εξαρτήματα παλαιών αυτοκινήτων, να τα στοιβάζει στην μπροστινή αυλή του σπιτιού του για να τα πουλήσει ως παλιοσίδερα. Παράλληλα επισκέπτεται χωριά και καταυλισμούς Ρομά δίνοντας ομιλίες για τη σημασία του να πηγαίνει κανείς στο σχολείο.