Στη δύση του πολιτικού του βίου, ο ιστορικός µεταπολεµικός ηγέτης του Κοµµουνιστικού Κόµµατος της Γαλλίας Ζορζ Μαρσέ κατά τη διάρκεια µιας ζωντανής τηλεοπτικής εκπομπής είχε πει «σκάσε» σε έναν δηµοσιογράφο που του ασκούσε κριτική. Το συµβάν µπορεί να ικανοποίησε τα ζυµωµένα µε το σοβιετικό καθεστώς στελέχη του κόµµατoς, πλην όµως θεωρήθηκε ένα δείγµα αυταρχισµού που επιτάχυνε την πορεία συρρίκνωσης του ΚΚ της Γαλλίας από το επίπεδο του 30% που κάποτε βρισκόταν στο επίπεδο του 3%.

Η «βεντέτα» που αποφάσισε να ξεκινήσει ο ΣΥΡΙΖΑ µε τον δηµοσιογράφο Γιάννη Πρετεντέρη επί της ουσίας δεν διαφέρει πολύ από το «σκάσε» του Ζ. Μαρσέ. Δείχνει την ίδια περιφρόνηση προς τις «αστικές ελευθερίες», ανάµεσα στις οποίες αναµφιβόλως είναι και η ελευθερία έκφρασης των εκπροσώπων του Τύπου ενώ κατά κάποιον τρόπο νοµιµοποιεί την αυτοδικία. Και αυτό διότι ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ καθιστά σαφές ότι θεωρεί τουλάχιστον υβριστικά και συκοφαντικά τα όσα έχει γράψει ο Γιάννης Πρετεντέρης κατά της βουλευτού του Ζωής Κωνσταντοπούλου δεν επιλέγει την οδό της παραποµπής του θέµατος στη Δικαιοσύνη, που σε τελευταία ανάλυση είναι αρµόδια να αποφανθεί επί του θέµατος. Αντιθέτως αποφασίζει να πάρει το δίκιο στα χέρια του επιβάλλοντας ένα απαράδεκτο για δηµοκρατικές κοινωνίες «εµπάργκο» σε εκπρόσωπο του Τύπου. Ανάλογες πρακτικές τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη είχε ακολουθήσει το αυστριακό ακροδεξιό κόµµα του Χάιντερ που επέλεγε πλήρως τους δηµοσιογράφους τους οποίους ενηµέρωνε για τις δραστηριότητές του. Κάτι που µεταξύ άλλων ελήφθη υπόψη όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 οι άλλες χώρες-µέλη της ΕΕ αποφάσισαν να αποµονώσουν διπλωµατικώς την τότε κυβέρνηση συνεργασίας της Δεξιάς µε την άκρα Δεξιά στην Αυστρία.

Από την άλλη πλευρά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη υπάρχει µια πλούσια νοµολογία από προσφυγές στη Δικαιοσύνη πολιτικών κατά δηµοσιογράφων οι οποίοι, είτε ευθέως είτε εµµέσως, τους είχαν χαρακτηρίσει «φασίστες» ή κάτι παρόµοιο. Σε κάποιες περιπτώσεις τα Δικαστήρια δικαίωσαν τους δηµοσιογράφους, σε άλλες όχι. Ωστόσο σηµείο αναφοράς εξακολουθεί να είναι µια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων η οποία µεταξύ άλλων επισηµαίνει ότι ένα πολιτικό πρόσωπο το οποίο µε τον πολιτικό λόγο του προκαλεί ένα τµήµα του πληθυσµού οφείλει να γνωρίζει πως πιθανότατα θα βρεθεί αντιµέτωπο µε ζωηρές αντιδράσεις τόσο από την πλευρά του Τύπου όσο και της κοινής γνώµης.