«Μπορεί ο πατέρας μου να ήταν ένας πολύ γνωστός συγγραφέας –κι αυτό το κατάλαβα από πολύ μικρή βλέποντας τον τρόπο που τον αντιμετώπιζαν οι άλλοι και τον σεβασμό που του έδειχναν, όμως ποτέ δεν τον θυμάμαι να γράφει» λέει στα «ΝΕΑ» η μοναχοκόρη του Ηλία Βενέζη, η Αννα Κοσμετάτου, η οποία δώρισε το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του πατέρα της –εκτός από την προσωπική του αλληλογραφία –στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών διότι, όπως εξηγεί, «η συγκεκριμένη βιβλιοθήκη διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές, σε αντίθεση με πολλά άλλα αξιόλογα ιδρύματα».
«Μέναμε σε ένα μικρό σπίτι στην Σπυρίδωνος Τρικούπη. Δυόμισι δωμάτια όλο κι όλο. Αν έγραφε θα τον έβλεπα. Πρέπει να έγραφε χαράματα, πριν πάει στην τράπεζα. Γραφείο απέκτησε το 1957, όταν αλλάξαμε σπίτι, όμως τότε εγώ έφυγα από το σπίτι. Το μόνο που θυμάμαι είναι να κάνει αντιπαραβολή του χειρογράφου του με το δοκίμιο που του έστελναν από το τυπογραφείο. Η μητέρα μου διάβαζε κι εκείνος διόρθωνε, πολλές φορές συμπλήρωνε ή άλλαζε κάτι.
Δεν έχω την εικόνα του μοναχικού συγγραφέα που αποσυρόταν για να γράψει επιβάλλοντας ησυχία στους γύρω του. Δεν έγραφε ποτέ την ώρα που υπήρχε ζωή στο σπίτι».
Τι μπορεί να μάθει κάποιος για τον Ηλία Βενέζη μέσα από το συγκεκριμένο αρχείο; «Μέσα από την αλληλογραφία του μπορεί κάποιος να δει τις επαφές που είχε ο πατέρας μου με διάφορες προσωπικότητες, όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης. Ομως γενικά το μεγαλύτερο μέρος της περιορίζεται ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Μετά οι δυσκολίες εξέλιπαν, βλέπονταν με τους φίλους του καθημερινά. Δεν είχαν ανάγκη να αλληλογραφούν. Μέσα από τα χειρόγραφά του όμως βλέπουμε τον τρόπο που δούλευε, διότι καμία έκδοση των βιβλίων του δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Τις αναθεωρούσε όλες έως το τέλος. Μάλιστα πολλές φορές επέλεγε να κάνει την όποια αλλαγή άμεσα, διότι ήταν κακογράφος και αν άφηνε τις διορθώσεις για αργότερα δεν έβγαζε τα γράμματά του. Επρεπε να κάνει αποκρυπτογράφηση».