Σιγά τη Μαντόνα από την Κολοπετινίτσα

Αγαπημένη μου Φοίβη,

Μ’ εσένα που έχεις τα νεύρα σου από οκτώ ετών και στέκεσαι πάντα με ευαισθησία στα καλώς ή τα κακώς κείμενα της πόλεως, θα ήθελα να μοιραστώ το βράδυ που πέρασα την περασμένη Παρασκευή στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Ιανός. Ενα όχι ακριβώς πατάρι αφού ο φιλόδοξος ιδιοκτήτης με τη συνεργασία παλαιμάχου ραδιοφωνικής παραγωγού και επιμελήτριας μουσικών προγραμμάτων το έχουν μετατρέψει σε υπερυψωμένη μπουάτ (με όχι ακριβώς φτηνό εισιτήριο) και έντεχνη, μελαγχολική, μουσική σκηνή για ΚΑΠΗ και ανήσυχους φοιτητές.

Βράδυ Παρασκευής και ο ταλαίπωρος (με μπόλικη δόση αυτοκριτικής αυτό, Φοίβη μου) βρέθηκα εις το πατάρι του Ιανού, στην οδό Σταδίου, ανάμεσα σε δεκάδες ηλικιωμένους και έντεχνους ακροατές να περιμένω στην ουρά για μια θέση. Αφορμή ήταν η μουσική παράσταση του Λουκιανού Κηλαηδόνη και, ναι, σου ομολογώ πως ήθελα να ακούσω από τον ίδιο μια σειρά μεγάλων επιτυχιών του όπως το «Μια Κεφαλονίτισσα» ή τα τραγούδια από τα «Μικροαστικά» ή τα «Απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας».

Πώς θα σου φαινόταν όμως αν σου περιέγραφα πως την ώρα που ο Λουκιανός ερμήνευε τα «Μικροαστικά», ο θόρυβος από την καφετιέρα του μπουφετζή δεν μας άφηνε να ακούσουμε το τραγούδι; Πώς θα σου φαινόταν αν προσέθετα πως ενώ η σκηνή είναι μικρού βεληνεκούς και η απόσταση από το stage που βρίσκεται ο καλλιτέχνης είναι μικρή, παρ’ όλα αυτά εμείς που είχαμε την ατυχία να στριμωχτούμε στους πλάγιους καναπέδες είδαμε το live από τη γιγαντοοθόνη που κρεμόταν από την οροφή;

Πώς θα σου φαινόταν αν σου περιέγραφα τα χαρτιά που έγραφαν «ρεζερβέ» και ήταν απλωμένα πάνω σε σκαμπό; Ή το ύφος των κοριτσιών της εισόδου που κρατώντας τις λίστες των κρατήσεων νόμιζαν πως ήταν κάτι σαν πορτιέρισσες του Studio 54 της Νέας Υόρκης, επιπέδου τουλάχιστον χιλίων καρδιναλίων;

Ολα αυτά στον καμβά της θύελλας που ξεσηκώθηκε για το «κλείσιμο» μικρών θεάτρων και σκηνών, και εν μέσω συζήτησης που πυροδοτήθηκε για το αν ορισμένα εξ αυτών πληρούν τους όρους ασφαλείας και υγιεινής.

Με εκτίμηση, Βλάσης Κασσαβέτης

Τα έχει πει όλα ο ίδιος ο Κηλαηδόνης, αγαπητέ Βλάση, στα «Μικροαστικά» του –και μάλιστα γλαφυρότατα για τις Ελληνάρες. Που θέλουν να κάνουν τις Μαντόνες και τις Λαίδες Γκάγκα των Κάτω Πατησίων ή ότι ντεμέκ είναι τουλάχιστον το Στούντιο 54 του… Μπύθουλα, που έλεγε και η Μαντάμ Σουσού: «Κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς, κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας κι ο παππούς μου κολίγας κι αυτός. Και μονάχα εγώ, του πατέρα μου γιος, έναν κλήρο είχα λίγα στρέμματα βιος…». Το ασυμμάζωχτο του τουπέ θα μας ακολουθεί παντού, όση κρίση κι αν μας χτυπήσει αλύπητα…

Αλλος για tzatziki και syrtaki;

Προς Φοίβη Αθηναίου,

Μέσα από μια πολιτική συζήτηση θυμήθηκα τη δεκαετία του ’90. Τότε που άκμαζε ο τουρισμός, που οι αγρότες κατέβαιναν στους δρόμους αναζητώντας το δίκιο τους για επιδοτήσεις που μειώθηκαν (και που έπαιρναν, νομίμως ή μη).

Θυμήθηκα το περίφημο greek salad, το tzatziki και το souvlaki (ό,τι μας έχει απομείνει από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό). Και μέσα στα άλλα έκανα έναν συνειρμό. Σωστός ή όχι το αφήνω σε εσάς.

Η αγροτιά ξεκληρίστηκε για δύο λόγους: Πρώτον, υπήρχε ραγδαία πλασματική οικονομική ανάπτυξη με συνακόλουθο κανένας να μη θέλει το παιδί του να ακολουθήσει τον δρόμο του πρωτογενούς τομέα και να το ωθεί στις σπουδές και, δεύτερον, οι επιδοτήσεις ήταν μη νόμιμες κατά περιπτώσεις και δεν επενδύθηκαν στον πρωτογενή τομέα αφού επικράτησε ένα γενικό βόλεμα. Αποτέλεσμα: αργότερα δεν υπήρχαν σύγχρονα θερμοκήπια ή παραγωγικές μονάδες ώστε και να αντικατοπτρίσουν την υγιή οικονομία, να δικαιολογήσουν τις επιδοτήσεις και να παραγάγουν τα προς το ζην προς τον επενδυτή.

Ο τουρισμός μειώθηκε λόγω κερδοσκοπίας. Οταν μπήκε το ευρώ οι τιμές αυξήθηκαν ραγδαία, με αποτέλεσμα να θεωρούμαστε «ακριβή» χώρα.

Μια χώρα με βασικούς πυλώνες την πρωτογενή παραγωγή και τον τουρισμό με τα παραπάνω συνυπολογισμένα (δηλαδή μείωση και των δύο) δεν μπορεί παρά να έχει μια αδύναμη και μη ανταγωνιστική οικονομία. Εισάγουμε μέχρι και τα βασικά.

Το κακό είναι ότι αυτό δεν μπορούσε να έχει προβλεφθεί τότε που έμοιαζαν όλα ανθηρά. Εχω αντιρρήσεις με το μη νόμιμο του πράγματος.

Συνεπώς, αν συνεχίσουμε να μας φταίνε οι «κακοί» ξένοι και δεν γίνει κάτι για ανάπτυξη (πρωτογενής παραγωγή, εξαγωγές, τουρισμός, πετρέλαια), δεν θα μπορέσουμε να βγούμε από το τέλμα. Ακόμη και αν μας χαριστεί το χρέος θα το ξαναδημιουργήσουμε γιατί όλοι θέλουμε αυτοκίνητα, κινητά, TV, Η/Υ, ρούχα (πράγματα που εισάγουμε).

Επενδύσαμε λοιπόν σε μια πλασματική οικονομική ανάπτυξη που προερχόταν από δανεικά και με τα οποία εμείς δεν αναπτυχθήκαμε.

John Βlack

Μακάρι να γυρνούσαμε έστω, αγαπητέ John, στο tzatziki, souvlaki, syrtaki. Καθότι τα δύο πρώτα έχουν καταντήσει και αυτά να είναι εισαγόμενα, το δε syrtaki έχει κυλιστεί στον βούρκο της κακαισθησίας –πιο βούρκος δεν γίνεται!