Με δυο – τρεις νέους Ορλόφ στην καβάντζα ίσως και να υπήρχε μια ελάχιστη πιθανότητα να αναστηθεί ξανά το ξανθό της Νοτιοανατολικής Μεσογείου γένος. Κρίμα να ξεροσταλιάζουν οι απεσταλμένοι της Κύπρου έξω από την κλειστή πόρτα του χολωμένου Πούτιν. Δυο φορές κρίμα που δεν ζει η Μεγάλη Αικατερίνη να πάρει την υπόθεση στα παχουλά της χεράκια και εν ανάγκη να μας την ξαναγράψει τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Τόσα χρόνια υπ’ αριθμόν ένα στα SOS των μαθητικών μου εξετάσεων, δυστυχώς όμως δεν κατάφερα να εκτιμήσω τη συμβολή της συγκεκριμένης συνθήκης στα εθνικά μας συμφέροντα. Φταίει μάλλον που ζωγράφιζα μουστάκια στο πλαδαρό πρόσωπο της αυτοκράτειρας Πασών των Ρωσιών, αντί να δώσω βάση στα όσα βραχνά ο παπάς ο δάσκαλος εκεί/ θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα/ με λόγια μαγικά.

Οπως και να ‘χει, είτε επειδή υπήρξα στούρνος είτε επειδή έφταιγε το σύστημα που δεν είχε εφεύρει ακόμη την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, δεν έμαθα ποτέ μου τίποτα. Κι όμως έπρεπε από τότε να το είχα ψυλλιαστεί. Η χορήγηση αδείας επιτηδεύματος και το δικαίωμα των ελλήνων πλοιοκτητών να αρμενίζουν ελεύθερα υπό ρωσική σημαία κάτω από τη μύτη της Υψηλής Πύλης, ήταν προνόμιο που εκατοντάδες χρόνια αργότερα θα έβγαζε από τα ρούχα της την Ευρωπαϊκή Ενωση και θα επέτρεπε στον Σουλτάνο να στείλει, προχθές, ωκεανογραφικό «παλαιάς τεχνολογίας» μεταξύ Ρόδου, Καστελλορίζου και Καρπάθου. Τώρα μάλιστα. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας κι ας είναι κλειστές οι τράπεζες. Κι αν δεν ήταν λεφτά, ήταν πάντως οπωσδήποτε βότσαλα. Οπως ακριβώς το διατύπωσε προχθές και ο σουηδός υπουργός Οικονομικών. «Στην Κύπρο έχουν μόνο τράπεζες και παραλίες. Τώρα δεν θα έχουν παρά μόνο παραλίες». Πάμε;