Τον Αρη Φιορέτο τον γνωρίσαμε από το πρώτο του βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά πριν από δέκα χρόνια, το «Στοκχόλμη νουάρ». Ηρθε σε παρουσιάσεις, ήρθε και σε εκδηλώσεις –λόγου χάρη στο «Megaron Plus»- που έβαζαν στο ίδιο τραπέζι τους λιγοστούς σύγχρονες συγγραφείς ελληνικής καταγωγής που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό σε άλλη γλώσσα: τον Τζέφρι Ευγενίδη, τον Πάνο Καρνέζη, τον Περικλή Μονιούδη ή ακόμα τον Βασίλη Αλεξάκη και τον Θόδωρο Καλλιφατίδη.

Στα 53 του σήμερα, ο Φιορέτος, του οποίου τα βιβλία είναι μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες, αποκτά όλο και μεγαλύτερη σύνδεση με τη χώρα του γιατρού πατέρα του. Ο ίδιος γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ, η μητέρα του είναι Αυστριακή. Μιλάει εξίσου καλά γερμανικά και σουηδικά, επίσης αγγλικά (σπούδασε Λογοτεχνία στο Γέιλ) ενώ τα ελληνικά του, λιγότερο καλά, σταδιακά τα βελτιώνει. Οι γονείς του εγκαταστάθηκαν άλλωστε στην Ελλάδα, ενώ ο ίδιος, στο τρίτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Ο τελευταίος Ελληνας» και ήδη γνώρισε διακρίσεις, αναμετράται για πρώτη φορά κατά μέτωπο με την Ελλάδα και τη σύγχρονη ιστορία της.

Το γιατί ο δικός του Ελληνας, είναι ο τελευταίος, μας το εξηγεί ο ίδιος:

«Το μυθιστόρημα έχει δώδεκα αθέατες μούσες. Είναι όλες γιαγιάδες από τη Μικρά Ασία, όπου υποχρεώθηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους όταν τα στρατεύματα του Ατατούρκ εκδίωξαν την ελληνική μειονότητα το 1922.

Εγκατεστημένες σε μια μητέρα-πατρίδα που οι περισσότερες από αυτές δεν είχαν επισκεφθεί ποτέ, αποφάσισαν ότι κανένα πεπρωμένο Ελληνα της διασποράς δεν θα έπρεπε να εκλείψει από τη μνήμη. Είναι ένα πράγμα ότι οι άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους, είναι άλλο να χαθούν και από τη συλλογική μνήμη. Ετσι οι κυρίες αποφάσισαν να συλλέξουν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, μαζί και τις φήμες και τις υποψίες, για όλους αυτούς τους ανθρώπους, σε μία τεράστια “Εγκυκλοπαίδεια των Ελλήνων Εξόριστων”. Δημοσιεύοντας δώδεκα τόμους από το 1928 και μετά, οι γιαγιάδες διέκοψαν το έργο τους το 1969. Το γιατί αποτελεί μέρος της ιστορίας του βιβλίου μου. Τελικά, ωστόσο, διέβλεψαν την ανάγκη μιας συμπλήρωσης. Αυτή η καθυστερημένη προσθήκη είναι το μυθιστόρημά μου. Αφηγείται το χρονικό των ερώτων και των απωλειών ενός κάποιου Γιάννη Γεωργιάδη, του “τελευταίου Ελληνα” της Εγκυκλοπαίδειας», λέει στα «ΝΕΑ».

Το βιβλίο έχει ως φόντο τη Μικρασιατική Καταστροφή ενώ ο ήρωάς του, φεύγει από την Ελλάδα για να πάει –πού αλλού;- στη Σουηδία.

Η ιστορία και η ταυτότητα είναι, προφανώς, κεντρικά θέματα στην αφήγησή του. Ο ίδιος ο Φιορέτος, έχει άλλωστε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τη δική του ταυτότητα:

«Κάθε ταυτότητα αποτελείται από κομμάτια που δεν ταιριάζουν όλα μαζί, αλλά παρόλα αυτά αθροίζονται. Σε ό,τι με αφορά, ο αριθμός των κομματιών ενός ορισμένου “παζλ” μάλλον διατηρείται περίπου ο ίδιος στη διάρκεια που ένας άνθρωπος παραμένει στη γη. Αλλά κάθε τόσο, το ίχνος του αλλάζει ελαφρά. Μήπως είναι, ίσως, η ταυτότητα ένα καλειδοσκόπιο, που το κουνάνε οι σημαντικές στιγμές της ζωής;Σε ό,τι αφορά στο δικό μου “παζλ”, είμαι ευτυχής να αναφέρω ότι η σπονδυλική μου στήλη είναι ελληνική, το νευρικό μου σύστημα αυστριακό, ή μάλλον βιεννέζικο, και η γλώσσα μου, λέω τώρα, αν λάβουμε υπόψη τη γλώσσα στην οποία γράφω, πρέπει να είναι σουηδική.

Ολως παραδόξως, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, με προσδιορίζουν οι διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις κουλτούρες. Τα επί μέρους κομμάτια δεν είναι πάντα συμβατά μεταξύ τους, ωστόσο αθροίζονται σε κάτι για το οποίο αισθάνομαι καλά που το ενσωματώνω».

Παρά το γεγονός ότι το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τον τίτλο «Στοκχόλμη νουάρ», ο Άρης Φιορέτος δείχνει απηυδισμένος από την άνθηση του αστυνομικού μυθιστορήματος στις σκανδιναβικές χώρες, που εξάγεται παντού:

«Για το θεό, μη μου μιλάτε για αστυνομικό», ξεσπάει σε σχετική ερώτηση. «Είναι μια αρρώστια του μυαλού. Δεν θέλω να προσβάλω τους συναδέλφους της άλλης πλευράς της λογοτεχνίας. Πολλοί από αυτούς είναι έντιμοι άνθρωποι, σώφρονες και γοητευτικοί. Αλλά τα βιβλία τους έχουν πολύ λίγο να κάνουν με λογοτεχνία από κάθε σημαντική άποψη – τουλάχιστον αν θεωρούμε ότι η λογοτεχνία είναι μια ιδιαίτερη μορφή κατανόησης που δεν μπορείς να έχεις με κανένα άλλο τρόπο. Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι διασκέδαση. Κατά καιρούς μπορεί να διαθέτει κοινωνικό προσανατολισμό, σε άλλες περιπτώσεις βρίθει ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Αλλά ακόμη κι έτσι, οποιαδήποτε και αν είναι η υποτιθέμενη φύση του, παραμένει διαφυγή.

Αντίθετα, η λογοτεχνία όπως την καταλαβαίνω εγώ σε βάζει μέσα στον κόσμο, πιο κοντά στο παράξενο εκείνο κέντρο όπου μπορείς να ακούσεις το χρόνο να χτυπά. Ο Χένινγκ Μάνκελ μου είπε κάποτε, όχι χωρίς υπερηφάνεια, ότι σε τελική ανάλυση έκανε ό,τι και ο Σαίξπηρ: και οι δύο τους είδαν την κοινωνία υπό το πρίσμα του εγκλήματος. Με όλο τον σεβασμό: αμφιβάλλω αν ο Μάνκελ θα μπορούσε να γράψει Αμλετ και Οθέλο ακόμη και αν ήταν να ζήσει άλλα εκατό χρόνια.

Υπάρχει ένα απλό τεστ: αν ένα βιβλίο μπορεί να διαβαστεί δύο φορές, έχεις στα χέρια σου λογοτεχνία. Τη δεύτερη φορά που το διαβάζεις, δεν είσαι πια απασχολημένος με την πλοκή, αλλά ανακαλύπτεις την αφθονία των άλλων πραγμάτων – όλους εκείνους τους θησαυρούς που κρύβει μια εικόνα που προκαλεί έκπληξη ή αυτά που λέγονται πίσω από τις λέξεις. Τώρα, παρακαλώ ξαναδιαβάστε τους κυρίους Σαίξπηρ και Μάνκελ. Νομίζω ότι ξέρω πού θα βρείτε τη λογοτεχνία»…

Ο 20ός ήταν ένας δύσκολος αιώνας. Τι βρίσκετε ποιο ενδιαφέρον μυθιστορηματικά σε αυτόν; Και ποιο ρόλο παίζει ως προς αυτό η διαρκής τάση… φυγής της οικογένειας του πρωταγωνιστή του βιβλίου;

«Τάση φυγής; Κάνετε την γεωγραφική δοκιμασία να ακούγεται σαν επιπολαιότητα του χαρακτήρα…

Οι τρεις γενιές που περιγράφονται στο βιβλίο μου δεν αφήνουν τα σπίτια τους με τη θέλησή τους. Η γιαγιά του ήρωά μου, κόρη φούρναρη που λέγεται Δέσποινα, είναι υποχρεωμένη να εγκαταλείψει τη Σμύρνη στη διάρκεια εκείνων των σκοτεινών ημερών του Σεπτεμβρίου του 1922 που είδε τόσες και τόσες ζωές να καταστρέφονται. Δύο γενιές μετά, ο ίδιος ο Γιάννης πρέπει να αναχωρήσει από το ορεινό χωριό του στα σύνορα με τη Βουλγαρία, επειδή δεν μπορεί πια να θρέψει τις τρεις γυναίκες της ζωής του – τη Δέσποινα, τη μητέρα του Βάσω και τη Μάγια, την αγαπημένη του κατσίκα.

Η ιστορία του προηγούμενου αιώνα είναι η ιστορία της μετανάστευσης. Ο 20ός αι. ήταν ένας αιώνας εξορίας και εκτοπίσεων – για πολιτικούς, ιδεολογικούς ή απλώς οικονομικούς λόγους. Από τότε που η ιστορία του σύγχρονου μυθιστορήματος έγινε επίσης και ιστορία της ανθρώπινης εμπειρίας, νομίζω ότι η μετανάστευση είναι ένα αξιόλογο θέμα. Αλλά πώς να το προσπελάσεις χωρίς να γυρίσει σε μια γλυκανάλατη ιστορία διάψευσης και αποδοχής, όπως αυτές που περιγράφονται σε κάθε δεύτερο αμερικανικό μυθιστόρημα από τότε, ξέρω κι εγώ, την ανακάλυψη του πλαστικού;

Η δική μου λύση ήταν ένας σωρός από καρτέλες αρχειοθέτησης. Το βιβλίο φιλοδόξησε να γραφτεί πάνω σε αυτές τις κίτρινες καρτέλες με το φωτεινό γκρι περίγραμμα που αρέσουν στους βιβλιοθηκονόμους. Γιατί; Μπορεί να ακούγεται περίπλοκο, αλλά δεν είναι. Οι περισσότεροι από μας ζούμε τις ζωές μας από την πρώτη μέχρι την τελευταία μας ανάσα. Αλλά όταν επιλέγουμε τις εμπειρίες εκείνες που μας διαμόρφωσαν και τις συνδέουμε μεταξύ τους για να αφηγηθούμε την ιστορία της ζωής μας, δεν το κάνουμε ποτέ με χρονολογική σειρά. Πηγαίνουμε μπρος και πίσω, ανακατεύουμε σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα, χτίζουμε γέφυρες ή δημιουργούμε χάσματα ανάμεσα στις καθοριστικές μας εμπειρίες.

Ήθελα το βιβλίο μου να σεβαστεί αυτό το γεγονός. Κάθε ταυτότητα είναι φτιαγμένη από έρωτα, απώλεια, πόνο και άλλες ανθρώπινες εμπειρίες. Αλλά υπάρχει και κατασκευασμένο κομμάτι που παρεισφρέει. Αμέσως μόλις ειπωθεί η ιστορία, επινοούμε ξανά τον εαυτό μας. Ο λεγόμενος «Γκασταρμπάιτερ» των δεκαετιών του 1950 και του 1960 είναι μια τέτοια περίπτωση. Για να επιβιώσει έπρεπε να αφήσει την πατρίδα του. Έτσι είχε την εμπειρία απώλειας πλαισίου – οικογένειας και φίλων, όλων αυτών των πραγμάτων που καθορίζουν τον ιδιαίτερο τόπο του καθενός μέσω ενός συστήματος συντεταγμένων, κάθε πράγματος που, αν θέλετε, τον καθιστούν «αναγνώσιμο». Αλλά αυτό είναι η μία μόνο πλευρά της ιστορίας. Η άλλη είναι ότι ο μετανάστης εργάτης, έχοντας αφιχθεί σε μια νέα χώρα, βρίσκεται ξαφνικά σε ξένο έδαφος και συχνά αντιμέτωπος με μία άγνωστη γλώσσα. Ως εκ τούτου πρέπει να εισάγει μέσα του ένα νέο σύνολο πολιτιστικών συντεταγμένων. Σε ένα βαθμό πρέπει δηλαδή να επινοήσει ξανά τον εαυτό του, αν θέλει να γίνει «αναγνώσιμος» και πάλι.

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που καταστρέφονται μέσα από αυτή την εμπειρία. Αισθάνονται μέσα τους κυρίως την απώλεια και όχι την ωφέλεια. Άλλοι το βιώνουν αλλιώς, έτσι ώστε να μην θεωρούν ότι ασφυκτιούν από τους περιορισμούς του περιβάλλοντος. Δεν υπάρχει μοναδική λύση στο αίνιγμα. Κάθε ένας χωριστά πρέπει να απαντήσει στην ερώτηση εκ νέου. Επιπλέον ο καθένας πρέπει να μάθει να ζει με τις διαφορές ανάμεσα σε κουλτούρες και γλώσσες. Σε κάποια έκταση, νομίζω ότι πρέπει να είναι και χρήσιμο να προσδιορίζει κανείς τον εαυτό του μέσα από αυτές τις διαφορές. Το «παζλ» δεν αθροίζεται. Μετά από λίγο, δεν είσαι απλώς Έλληνας, ή Σουηδός, ή Ουρουγουανός. Είσαι περίπλοκος».

Οι πόλεμοι του 20ού αιώνα έγιναν η αιτία της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς μπορείτε να παρακολουθείτε από κοντά τον ευρωπαϊκό βορρά αλλά και τη Γερμανία που, όπως λέμε, είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης, πόσο εύθραυστη κρίνετε, με την εμπειρία και της σημερινής κρίσης, αυτή την Ενωμένη Ευρώπη;

«Αυτό που ζούμε προσφάτως – τη λεγόμενη «κρίση» που άρχισε να ρίχνει τη σκιά της στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές υποθέσεις- είναι η συνέπεια μιας πολιτικής δομής που δεν ολοκληρώθηκε πριν να μπει σε λειτουργία στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τη στιγμή αυτή, οι ενέργειες της Ένωσης είναι λίγο σαν να βάζεις πανιά σε ένα πλοίο στο οποίο θα έπρεπε πρώτα να έχει βάλει πιο βασικά πράγματα – όχι μόνο εφόδια αλλά και το σκάφος το ίδιο. Για να μη μιλήσουμε για λειτουργική κουζίνα και κατάλληλα καταλύματα…

Οι Κοινωνιολόγοι μιλούν για «την ισχύ των χαλαρών δεσμών». Θα έχετε ακούσει, ίσως, αυτή τη θεωρία. Σκανδαλωδώς απλοποιημένη, θεωρεί ότι οι άνθρωποι έχουν και στενούς φίλους και επιφανειακές γνωριμίες. Φίλοι και οικογένεια φτιάχνουν στενά συνδεδεμένες ομάδες με ισχυρούς δεσμούς, αλλά ανάμεσα σε αυτές τις «συστάδες κοινωνικής δομής» υπάρχουν μόνο χαλαροί δεσμοί. Έτσι ο κόσμος που έχει πολλές επιφανειακές διασυνδέσεις τείνει να αποκτά πιο εύκολα γνώση για μακρινές μορφές κοινωνικής ζωής. Προσανατολίζονται γρηγορότερα, βρίσκουν καλύτερες δουλειές, είναι πιο προσαρμοστικοί στο να αναδιοργανώνονται σε καιρούς κρίσης.

Η αίσθησή μου ως ενός πληροφορημένου ξένου είναι ότι η ελληνική κοινωνία αποτελείται από πολλές βαριές «συστάδες κοινωνικής δομής», από ομάδες, με άλλα λόγια, με σφιχτούς εσωτερικούς δεσμούς. Το σόι, ή η εκτεταμένη οικογένεια, είναι το μοντέλο. Η εκκλησία, ο στρατός, οι εργατικές ενώσεις, όλα λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Πριμοδοτούν εκείνους που αποτελούν μέρος αυτού του εσωτερικού κύκλου.

Αλλά τι γίνεται με τους «χαλαρούς δεσμούς»; Στην Ελλάδα, υπάρχει ελάχιστη εμπιστοσύνη στο κράτος. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς σε μια χώρα που υπέστη τόσο πολλές διαφορετικές μορφές καταπίεσης τους προηγούμενους αιώνες – την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη βουλγαρική και γερμανική κατοχή, τη χούντα;

Και παρά τα 35 χρόνια δημοκρατίας, το κράτος εξακολουθεί να θεωρείται κάτι το οποίο πρέπει κανείς να εκμεταλλευθεί ή εναντίον του οποίου πρέπει να αντισταθεί. Δεν είναι κάτι προς το οποίο μπορείς να διαθέτεις τη θεμελιώδη εκείνη εμπιστοσύνη ως πολίτης, έτσι ώστε να θεωρείς ότι είναι άξιο να δέχεται τους φόρους σου. Για να συμβεί αυτό και να αποτελεί μια βιώσιμη επιλογή, οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται «την ισχύ των χαλαρών δεσμών». Ένα κράτος που λειτουργεί σωστά κατευθύνει την εμπιστοσύνη στους χαλαρούς δεσμούς».

Είπατε νομίζω σε πρόσφατη συνέντευξή σας ότι το παλιό σουηδικό μοντέλο ουσιαστικά δεν υπάρχει πια. Τι υπάρχει τώρα στη θέση του και σε ποια ακριβώς κατάσταση βρίσκεται η σουηδική κοινωνία σήμερα;

«Είναι μακριά πια οι μέρες που ο Όλαφ Πάλμε, σε μια φημισμένη ταινία της δεκαετίας του 1960, είχε δηλώσει: «Η καλή λογοτεχνία, μια ιδέα από οικονομικά και η ανεξάρτητη παρατήρηση είναι δυνατό υλικό». Σήμερα, οι Σουηδοί πολιτικοί μοιάζουν να μην μπορούν ούτε να θέλουν να έχουν να κάνουν όχι μόνο με τη λογοτεχνία, αλλά ούτε καν με την προσωπική εμπειρία. Ζούμε σε μια εποχή αριθμών, όπου ολοένα αυξανόμενοι τομείς της ανθρώπινης προσπάθειας υποτάσσονται στις προγνώσεις της ανάπτυξης. Και η ανάπτυξη, όπως ξέρουμε, γίνεται κατανοητή κυρίως με όρους οικονομίας. Όλο και περισσότερο, οι πολίτες θεωρούνται πελάτες – ή το λιγότερο, μάνατζερ των δικών τους «πρότζεκτ» ζωής.

Αυτή η ανάπτυξη είναι εν μέρει συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε μια περίοδο σοβαρής ύφεσης, η Σουηδία ιδιωτικοποιήθηκε μαζικά. Όλα τα κοινωνικά πεδία επηρεάστηκαν – σχολεία και νοσοκομεία, το συνταξιοδοτικό σύστημα κ.ο.κ. Τόσο οι εταιρείες όσο και τα εργατικά συνδικάτα ενήργησαν από κοινού. Είμαστε μία σύγχρονη προτεσταντική χώρα που δημιουργήθηκε από αγρότες και μηχανικούς. Κομμάτι των ηθών μας επενδύθηκε με την πίστη ότι τα πράγματα θα λειτουργούσαν – κατά προτίμηση, για όσο το δυνατόν περισσότερα μέλη της κοινωνίας. Αυτή η αναδιάρθρωση σήμαινε ότι η κατάσταση ευμάρειας δεν θα υπήρχε πια όπως υπήρχε πριν από σαράντα χρόνια – με την έννοια ενός κοινωνικού μοντέλου τοποθετημένου κάπου ανάμεσα σε κεντρικά σχεδιασμένη και προσανατολισμένη προς τις αγορές οικονομία. Παρόλα αυτά, και παρά κάποια ψεγάδια, η εμπιστοσύνη μας προς το κράτος επιβίωσε. Υποθέτω ότι διακόσια χρόνια ειρήνης σου επιτρέπουν μια τέτοια πίστη στη δύναμη των χαλαρών δεσμών».