Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που το άκουσμα του ονόματός τους προκαλεί συναγερμό, αλλά όταν τους συστήνει κανείς σε έναν όχι ιδιαίτερα γνώστη, προσπαθεί ο τελευταίος να θυμηθεί ποιοι είναι και τι έχουν κάνει. Είναι ασφαλώς η περίπτωση του Μάκη Μάτσα. Με όλα τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω του για δεκαετίες, παραμένει άνθρωπος χαμηλότατων τόνων στη δημόσια συμπεριφορά του. Αν και η δισκογραφική εταιρεία του και ο ίδιος προσωπικά «ευθύνονται» για το φαινόμενο Καζαντζίδη, αλλά και για τη δημιουργία ενός αστερισμού από παλαιότερους και νεότερους τραγουδιστές, συμπεριφέρεται με τη συστολή του ανθρώπου που έχει πάει στο καμαρίνι τους για να πει συγχαρητήρια στη Μαρινέλλα ή στον Νταλάρα. Επομένως η σκέψη να συζητήσει με τον γιο του, τον συνθέτη Μίνωα Μάτσα, γινόταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, καθώς ζουν στον ίδιο χώρο και οι δυο τους και επιπλέον παρουσιαζόταν αποκλεισμένη κάθε είδους υπερβολή ή αλληλοχάιδεμα. Σε ένα σημείο της συνομιλίας, που δεν υπάρχει στο δημοσιευόμενο μέρος της, λέει ο Μίνωας Μάτσας: «Μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια που η μουσική είναι η καθημερινότητά της». Γεγονός που υπαινίσσεται ευθέως μια μαθητεία, τον θεμέλιο λίθο αυτής της σειράς. Κάτι που κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα τη συνάντηση αυτή, με την έννοια του πόσο ισχυρή και καταλυτική μπορεί να υπάρξει μια μαθητεία, είναι το γεγονός ότι, αν και πρόκειται για ζεύγος «πατέρα – γιου», τους συνειδητοποιεί κανείς τοποθετημένους στους αντίποδες.

Θανάσης Νιάρχος: Κύριε Μάτσα, χάρη σε μια σύνθεση μέσα σε δεκαετίες από στιχουργούς, τραγουδιστές και συνθέτες, που είναι δικό σας έργο, θα μπορούσε να σας χαρακτηρίσει κανείς ως δημιουργό και όχι απλώς ως παραγωγό. Πού βρισκόμαστε σήμερα όσον αφορά το ελληνικό τραγούδι και τη δισκογραφία;

Μάκης Μάτσας: Ο παραγωγός οφείλει να είναι δημιουργός. Χρειάζεται να μην κολλάει στα προσωπικά του γούστα, αλλά αντίθετα να λογαριάζει σοβαρά την κοινωνία, τα προβλήματα των ανθρώπων, τις οικονομικές συνθήκες ώστε το υλικό που ηχογραφεί να ανταποκρίνεται, άμεσα ή έμμεσα, στην ατμόσφαιρα της εποχής του. Είναι κάτι που δεν το αμέλησα ποτέ στη διάρκεια της καριέρας μου. Οταν, για παράδειγμα, προωθούσα τον Βασίλη Τσιτσάνη που έγραφε «Φέρτε μου να πιω το ακριβότερο πιοτό / εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ», ήταν μια εποχή που ο κόσμος έφευγε από τη στέρηση και την καταπίεση του πολέμου και ήθελε να ξεδώσει. Αντίθετα, όταν ύστερα από ορισμένα χρόνια γράφαμε με τον Απόστολο Καλδάρα το «Οσο αξίζεις εσύ / δεν αξίζει ο ουρανός κι όλη η γη», στην ουσία εκθειάζαμε ένα πρόσωπο γυναίκας που έβαζε τον άνδρα στον δρόμο της οικονομίας και του Θεού. Ηταν η εποχή που η Ελλάδα ανασυγκροτούνταν και ξανάμπαινε στον δρόμο της παραγωγής, είτε με τη δημιουργία βιομηχανιών είτε με τη μετανάστευση. Θέλω όμως να προσθέσω ότι ο παραγωγός χρειάζεται να είναι δημιουργός, όχι όμως καλλιτέχνης.
Θ.Ν. Με τον πατέρα σας όμως πώς έγινε, που ήταν παραγωγός αλλά και καλλιτέχνης ταυτόχρονα.
Μάκης Μ. Ο πατέρας μου απλώς έγραφε ωραίους στίχους. Δεν ήταν μουσικός. Ενας καλλιτέχνης μουσικός δεν μπορεί να γίνεται παραγωγός γιατί έχει ο ίδιος τις δικές του απόψεις. Και όταν βασίζεται κάποιος στις δικές του απόψεις, αποκλείει πολλές άλλες απόψεις, ενώ ο κόσμος παραμένει ανοιχτός σε πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους απόψεις. Κάθε φορά που εταιρειάρχες αποφάσισαν να βάλουν ως διευθυντές παραγωγής αξιολογότατους μουσικοσυνθέτες, απέτυχαν παταγωδώς. Παράδειγμα, όταν η Κολούμπια έβαλε τον μέγα για την εποχή του Μανώλη Χιώτη. Απέτυχε και τον βγάλανε. Πολύ αργότερα έβαλε τον μέγα συνθέτη και μέγα στιχουργό Ακη Πάνου. Τα τραγούδια του Ακη Πάνου είναι ποιήματα, είναι λαϊκά έργα τέχνης. Και αυτός ωστόσο απέτυχε. Ενδέχεται η υποκειμενικότητα του μουσικοσυνθέτη, του δημιουργού, να είναι αξιολογότατη, αλλά ο ίδιος συνήθως έχει μια οπτική γωνία που αποκλείει όλες τις άλλες.
Θ.Ν. Κύριε Μίνωα Μάτσα, εσάς όσοι σας γνωρίζουν, σας γνωρίζουν ως συνθέτη. Με την παραγωγή τι σχέση έχετε;
Μίνωας Μ. Εργάστηκα ως παραγωγός στην εταιρεία του πατέρα μου από τα δεκαοκτώ έως τα είκοσι δύο μου χρόνια. Μετά όμως αποφάσισα να ασχοληθώ με τη σύνθεση.
Θ.Ν. Μιλάμε για μια προωθημένη μορφή μουσικής έκφρασης, θα έλεγε κανείς τελείως διαφορετική σε σχέση με τη μουσική που έχει προωθήσει η εταιρεία του πατέρα σας.
Μίνωας Μ. Προσωπικά θέλω να πιστεύω ότι είμαι στην άλλη όχθη, στην πλευρά των δημιουργών. Και ένας καλλιτέχνης, είτε είναι ζωγράφος είτε γράφει ποίηση είτε μουσική, λογικά τουλάχιστον οφείλει να «διαβάζει» την εποχή του, με έναν τρόπο που δεν έχει σχέση με τον τρόπο που τη «διαβάζει» ένας παραγωγός, όσο δημιουργός και αν είναι. Επομένως, δεν μπορεί κανείς να αρέσει σε όλους. Η «γλώσσα» του δεν μπορεί να αφορά όλη την κοινωνία, αφορά συνήθως κάποιους ανθρώπους που δεν μπορεί να ξέρει αν είναι πενήντα, ή διακόσιοι πενήντα, ή πέντε χιλιάδες. Αυτό δεν μπορεί να τον αφορά, γιατί όταν γράφει δεν είναι δυνατόν να σκέφτεται αν θα αρέσει. Βεβαίως, χρειάζονται παραγωγοί που να «διαβάζουν» και αυτοί με τον δικό τους τρόπο την εποχή τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε πια παραγωγούς, κυρίως με την έννοια αυτό που γράφεται είτε ως CD είτε ως παράσταση να το «ταξιδέψουν» τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Θ.Ν. Να επιμείνουμε λίγο στην άποψή σας ότι δεν μπορεί να σκέφτεται ένας καλλιτέχνης αν θα αρέσει.
Μίνωας Μ. Διαφορετικά δεν θα είναι ειλικρινής. Θα είναι απλώς ένας κατασκευαστής, και ο καλλιτέχνης δεν είναι κατασκευαστής. Ασχετα αν οφείλει να νιώθει όπως ο επιπλοποιός, που παίρνει ένα κομμάτι ξύλο και κάτι το φτιάχνει. Τα θεωρητικά περί τέχνης δεν είναι σοβαρά πράγματα. Και οι σκηνοθέτες, και οι μουσικοί, και οι ηθοποιοί είναι άνθρωποι που θα πάρουν το ξύλο κι αφού το δουλέψουν και του βάλουν πόδια και το λουστράρουν, θα γίνει ένα τραπέζι. Είναι πρακτική η τέχνη μας. Οταν φτιάχνουμε αυτό το τραπέζι δεν μπορεί να σκεφτόμαστε αν θα αρέσει στην οικογένειά μας ή σε όλη την Ελλάδα. Γιατί τότε δεν είμαστε καλοί τεχνίτες. Διαφορετικά, μοιάζεις με ένα εργοστάσιο που παίρνει ένα καλούπι και φτιάχνει χιλιάδες αντίτυπα. Επιτυχία είναι να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να έχεις τη δική του «γλώσσα». Δεν μπορεί να ξέρει ένας καλλιτέχνης τι αφορά τον πολύ κόσμο. Αν αυτό που κάνει αφορά τον ίδιον, σίγουρα θα αφορά και κάποιον άλλον.
Θ.Ν. Πού βρίσκεται σήμερα, κύριε Μάτσα, η παραγωγή δίσκων και ποιο είναι το μέλλον της;
Μάκης Μ. Γενικώς βρίσκεται σε αδιέξοδο και οι πωλήσεις του φυσικού προϊόντος έχουν πέσει σε εντελώς ασήμαντα επίπεδα. Η πρώτη αιτία της πτώσης είναι ότι το κοινό δεν ενδιαφέρεται πια ιδιαίτερα, ή κατεβάζει μουσική από το Ιντερνετ, ή αγοράζει πλαστά CD στους δρόμους. Η δεύτερη αιτία είναι ότι δεν περνάμε την καλύτερη φάση σε σχέση με την έμπνευση των δημιουργών. Δεν υπάρχουν πια οι άνθρωποι που υπηρετούσαν το τραγούδι για την πλατιά μάζα, το τραγούδι που απευθυνόταν στα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων ώστε τον δίσκο να τον αγοράζει το φυσιολογικό ποσοστό που είναι 15% – 20%, δηλαδή 150.000 έως 200.000 χιλιάδες άνθρωποι. Μια τρίτη αιτία ίσως είναι ότι δεν υπάρχει πια ελεύθερος χρόνος, ή καλύτερα ο ελεύθερος χρόνος μοιράζεται σε πάρα πολλά πράγματα. Οποια όμως κι αν είναι η αιτία, η δισκογραφία έχει φτάσει σε αδιέξοδο και φταίει, κατά μέγα μέρος, η ασύδοτη κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αντιμετωπίζεται διεθνώς με το να συνεργάζονται, σε παγκόσμιο πια επίπεδο, όλες οι δισκογραφικές εταιρείες, όλες οι κινηματογραφικές εταιρείες, ή όποιες άλλες εταιρείες θεάματος και με το να συμβάλλονται όλες μαζί σε έναν ενιαίο φορέα ηλεκτρονικής διανομής. Ετσι, με μια ετήσια συνδρομή 200 ευρώ που θα πληρώνει κάποιος, θα έχει το άπαν της δισκογραφίας και της κινηματογραφίας μέσα στο σπίτι του. Το CD θα καταργηθεί, ή ίσως θα συνεχίσει να υπάρχει μόνο για τους συλλέκτες, γιατί ο λάτρης της κλασικής μουσικής θα θέλει πάντα να απολαμβάνει ένα έργο του Μπετόβεν στην πολυθρόνα του πίνοντας το ουίσκι του ή ρεμβάζοντας.
Μίνωας Μ. Αυτό που περιγράφει ο Μάκης Μάτσας είναι το μέλλον. Είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, το πράγμα πάει ακριβώς προς τα εκεί. Προσωπικά, ποιητική αδεία, αισθάνομαι τη μουσική με τον τρόπο αυτό να ξαναγυρίζει στην άυλη μορφή της. Μιλάμε για την πιο αφηρημένη τέχνη, δεν μπορείς ούτε να τη δεις ούτε να την πιάσεις. Θέλω να πω ότι αυτό το άυλο πράγμα που είναι η μουσική, έκανε μια ολόκληρη διαδρομή προκειμένου να ξαναγυρίσει στην άυλη μορφή της αφού το mp3 ουσιαστικά είναι ένα τίποτε. Με λίγα λόγια, αν για δεκαετίες μπορούσες να την κρατήσεις στα χέρια σου χάρη στον υλικό της φορέα, τώρα θα συνεχίζει να μεταφέρεται στον αέρα. Βέβαια, για τους δημιουργούς όλο αυτό είναι ένα δράμα γιατί με το παράνομο download που γίνεται δεν εισπράττει κανείς τίποτε απολύτως. Μπορεί λοιπόν, ποιητική αδεία, να ακούγεται ως κάτι ωραίο, αλλά πρακτικά είναι κάτι φοβερό. Να έχουν δουλέψει, φερ’ ειπείν, χιλιάδες άνθρωποι για μια ταινία και να μην εισπράττει κανείς τίποτε, αφού ο άλλος μπορεί να την κατεβάζει από το Ιντερνετ.
Μάκης Μ. Δεν θα υπερέβαλλε κανείς αν ισχυριζόταν πως σε ένα αντίστοιχο κλίμα και χάρις στον καταιγισμό της πληροφόρησης, της πληθώρας δηλαδή των παράπλευρων προτάσεων από συνθέτες που δεν έχουν καμιά αξία, μπορεί να σκεπαστεί και να χαθεί ακόμη και ένας μεγάλος συνθέτης. Το παρατηρώ σε σχέση με τους τραγουδιστές. Με τα διάφορα σόου που κάνει η τηλεόραση προκειμένου να αναδείξει τραγουδιστές, χωρίς να ενδιαφέρεται για την πραγματική ποιότητα της φωνής και το πραγματικό ταλέντο αλλά μόνο για την τηλεθέαση, αν ένας ξέρει και κουνάει τον ποπό του ενώ η φωνή του είναι αστεία, μπορεί να προωθηθεί, ή ακόμη και να κερδίσει ένα βραβείο. Αν ένας καινούργιος πραγματικά εκπληκτικός τραγουδιστής βγάλει έναν δίσκο, είναι πολύ πιθανό να υπερκαλυφθεί από δέκα ανούσια πράγματα που βγάζει η τηλεόραση υπό μορφή τραγουδιστών. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξουν αξιόλογες φωνές, γεγονός που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τους συνθέτες.
Μίνωας Μ. Σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ άσχημη την εποχή που ζούμε, από την άποψη της τεχνολογίας τουλάχιστον. Πρόκειται απλώς για μια φυσιολογική εξέλιξη. Πιστεύω 100% και στην τεχνολογία, και στη διάχυση της πληροφορίας, και στη διάχυση της μουσικής. Είναι εκπληκτικό το ότι μπορείς να στείλεις τη μουσική σου και να την ακούσουν οπουδήποτε στον κόσμο. Οταν ήμουν πέντε – έξι χρονών μού είχε πάρει ο πατέρας μου ένα ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως και αισθανόμουν καταπληκτικά με το να μπορώ να ακούω τι παιζόταν σε κάποια άλλη χώρα. Πόσω μάλλον σήμερα που ο καθένας μπορεί να ακούσει οτιδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, με το πάτημα ενός πλήκτρου. Πρόκειται για κάτι καταπληκτικό ακόμη και σε σχέση με τη μόρφωση. Ακόμη και αν δεν εμβαθύνεις, μπορείς τουλάχιστον να μάθεις. Αυτό το άνοιγμα, σε καμιά περίπτωση, δεν είναι κακό. Επειδή όμως είναι κάτι μαζικό έχει και τα προβλήματα που περιγράψαμε. Από την άλλη, δεν θα πάψουν να υπάρχουν οι ρομαντικοί του είδους. Οπως υπάρχουν σήμερα οι ρομαντικοί της βέσπας (υπάρχει κλαμπ για τους οπαδούς της βέσπας), θα υπάρχουν οι ρομαντικοί του βινυλίου και του CD.
Θ.Ν. Σε σχέση με την ελευθερία του καλλιτέχνη, ποιο καθεστώς είναι πιο ενθαρρυντικό για τη δημιουργία του;
Μίνωας Μ. Σήμερα οτιδήποτε κι αν κάνει ένας καλλιτέχνης, μπορεί πολύ πιο εύκολα να το κάνει γνωστό. Ακόμη και πρακτικά ευνοείται σήμερα ένας καλλιτέχνης, ένας συνθέτης πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να ηχογραφήσει το έργο του. Κάτι δηλαδή που παλιά γινόταν πολύ δύσκολα και στοίχιζε πολύ ακριβά. Σήμερα μπορεί πολύ εύκολα να μεταποιήσει μια ιδέα του και, αν θέλει, να τη μεταφέρει σε όλο τον κόσμο. Είτε γραπτό είτε μουσικό το δημιούργημά σου, μπορείς πολύ εύκολα σήμερα να το στείλεις παντού. Ακόμη και ζωγράφος αν είσαι, φωτογραφίζεις το έργο σου και στέλνεις τη φωτογραφία του ώστε να τη δουν εκατομμύρια άνθρωποι.
Μάκης Μ. Ηταν μια ευκαιρία η συζήτηση αυτή για να μάθω και εγώ πώς ακριβώς σκέφτεται ο Μίνωας. Δεν μιλήσαμε όμως για κάτι που το θεωρώ σημαντικό. Ο Μίνωας έκανε την επανάστασή του και πέρασε στην αντίπερα όχθη. Προσωπικά δεν τον ήθελα συνθέτη και στιχουργό, τον ήθελα να συνεχίσει τη δουλειά μου. Αλλά όταν ήταν στον Στρατό και του είπα, «έλα να τελειώνουμε με τον Στρατό γιατί έχω κουραστεί και είναι ώρα να πάρεις εσύ την καρέκλα μου», μου είπε το φοβερό «Και ποιος σου είπε, πατέρα μου, ότι τη θέλω την καρέκλα σου;». Και μου έπεσε το ταβάνι στο κεφάλι.