

Στις πολλές πλευρές της γερμανικής παρουσίας συγκαταλέγεται και ο ρόλος που είχαν οι… σύζυγοι των –ελέω Θεού –βασιλέων: από την Αμαλία έως τη Φρειδερίκη. Γράφει ο Γ. Ρωμαίος:
«Ο άβουλος και βλάκας –χαρακτηρισμοί του Τύπου –Οθωνας είχε απόλυτα υποταγεί στην Αμαλία. Οταν παρουσιαζόταν κάποιο σοβαρό πρόβλημα», αφηγείται ο Ραγκαβής, «ο Οθωνας άφηνε τη συζήτηση με τους υπουργούς, πήγαινε στη διπλανή πόρτα και φώναζε τη βασίλισσα. Η Αμαλία έπαιρνε μέρος στη συζήτηση και συνήθως επέβαλλε τις απόψεις της».
Δεν είναι καθόλου υπερβολικός όταν συνδέει τη σημερινή κατάσταση με την πρώιμη γερμανική επικυριαρχία. Προς επιβεβαίωσή του, ένας από τους πιο έγκυρους ιστορικούς και δημοσιογράφους της σημερινής Γερμανίας, ο Τζοασμίν Κάπνερ, θα γράψει: «Η δημοσιονομική κρίση και μάλιστα σχεδόν όλα τα δομικά σφάλματα του ελληνικού κράτους σήμερα ανάγονται στη βασιλεία του Οθωνα». Ο βαυαρός βασιλιάς ήταν ο πρώτος που δημιούργησε διοίκηση με χιλιάδες αχρείαστους υπαλλήλους και λεφτά που δεν υπήρχαν. Με άλλα λόγια, οι Γερμανοί θεμελίωσαν το ελληνικό κράτος, αλλά στους περισσότερους τομείς του το θεμελίωσαν στραβά.
Ο Κάιζερ, ο Μπίσμαρκ και αργότερα ο Χίτλερ έπαιξαν στη σκακιέρα της περιοχής το ελληνικό πιόνι ο καθένας με τον τρόπο του. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος μετέφερε τη γερμανική αντίληψη από το εσωτερικό στο πλέγμα των διεθνών σχέσεων της Ελλάδας και συγκρουόμενος με τον Βενιζέλο οδήγησε στον εθνικό Διχασμό, για τον οποίο πάντως υπήρχε πρόσφορο έδαφος.
Πάντα υπήρχαν κάποιοι που έβλεπαν στη Γερμανία τον στιβαρό προστάτη που δεν πρέπει να χάσουμε και ένας από αυτούς ήταν ο Μεταξάς. Οπως πάντα, στο ελληνογερμανικό πεδίο φύτρωναν μεγάλες μπίζνες και διακρατικές οικονομικές συναλλαγές: η Ελλάδα αγόραζε όπλα και βιομηχανική υποδομή, και πλήρωνε με καπνά και σταφίδα. Αλλά οι όροι ήταν άνισοι. Οπως είναι και σήμερα. Ακολουθώντας την ιστορική διαδρομή της γερμανικής επικυριαρχίας ώς τις ημέρες μας ο Ρωμαίος τονίζει: «Η Ελλάδα απομονωμένη από άλλα στηρίγματα και αποδυναμωμένη οικονομικά αναγκάζεται να περάσει σε μια σχέση εξάρτησης από τη Γερμανία».
Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης ήταν ο πρώτος που αξιοποίησε τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Στο βιβλίο αναφέρονται εντυπωσιακά περιστατικά. Λ.χ. κάποτε ο Μποδοσάκης πήγε στον βασιλιά Γεώργιο και του ζήτησε μερικούς «ντενεκέδες» από αυτούς που «μοιράζουμε με το τσουβάλι», εννοώντας τα παράσημα που απένεμε ο μονάρχης. Τους ήθελε «για τους γερμανούς τεχνικούς που εργάστηκαν για την εγκατάσταση του Οβιδουργείου –αυτοί τρελαίνονται για τέτοια».
Σε μια άλλη περίπτωση ο Μποδοσάκης πήγε ο ίδιος στον Γκέρινγκ και ζήτησε την πατέντα κατασκευής αντιαεροπορικών βλημάτων για πυροβόλα που είχε ήδη αγοράσει η Ελλάδα από τους Γερμανούς. Υστερα από μια επεισοδιακή συζήτηση, με τον εξοργισμένο στρατάρχη του Χίτλερ να μη δίνει την πατέντα, ο Μποδοσάκης του είπε: «Θα επιχειρήσουμε να τα κατασκευάσουμε χωρίς την πατέντα. Θα λύσουμε ένα βλήμα και θα φτιάξουμε ακριβώς όμοια». Και αυτό έκανε.
Η στρατιωτική επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδας και η Κατοχή καταλαμβάνουν σημαντικό μέρος του βιβλίου, με συγκλονιστικές αναφορές στον τρόπο με τον οποίο διοικούσαν οι Γερμανοί, τις λεηλασίες και τις θηριωδίες τους, όπως και στοιχεία για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και υλικά αγαθά που πλήρωσε η Ελλάδα. Αυτή η περιγραφή είναι τόσο τεκμηριωμένη ώστε το ίδιο το βιβλίο λειτουργεί ως επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας για τα κατοχικά δάνεια και τις γερμανικές αποζημιώσεις. Ο Ρωμαίος, ο οποίος έχει και την οπτική τού πρώην ευρωβουλευτή και υπουργού Εξωτερικών, αναφέρεται με στοιχεία και στα δύο θέματα.
Προκαλεί εντύπωση ο συνθετικός τρόπος με τον οποίο το βιβλίο παρουσιάζει την ανάκαμψη της μεταπολεμικής Γερμανίας, που ξεπέρασε τα τραύματα και τις κυρώσεις της χιτλερικής περιόδου και εξελίχθηκε σε παγκόσμια οικονομική δύναμη. Αξιοποίησε όχι μόνο τους νέους διεθνείς συσχετισμούς, αλλά και τις πρώην κατεχόμενες χώρες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα –η οποία έστειλε στα εργοστάσιά της εργατικό δυναμικό, τους «γκασταρμπάιτερ». Σε αυτή την περίοδο η οικονομική παρουσία της Γερμανίας στην Ελλάδα ανανεώνεται και οι ανταλλαγές πολιτικών επισκέψεων πυκνώνουν…
Σε αυτό το πλαίσιο ο συγγραφέας παρουσιάζει κάτι που καταπονεί τα τελευταία χρόνια τον δημόσιο βίο, την παρουσία της εταιρείας Siemens που βρίσκεται στην Ελλάδα από το… 1920! «Η μακρόχρονη παρουσία της στην ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από σημαντικές επενδύσεις και εταιρικές δραστηριότητες, αλλά και από σοβαρά οικονομικά σκάνδαλα τα οποία διατάραξαν την πολιτική ζωή της χώρας», σημειώνει.
Μετά τον σκοτεινό ρόλο της στην Κατοχή, και από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η εταιρεία συνδέεται με πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα που προκαλούν παραιτήσεις υπουργών και εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Οπως η σύγκρουση του Παπάγου με τον Μαρκεζίνη που έφτασε έως τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής και μια παραίτηση του Καραμανλή που δεν έγινε δεκτή από τον βασιλιά Παύλο.