Ηταν επόμενο. Η υπερεπένδυση της πολιτικής στην τηλεόραση έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Κερδίζει η τηλεόραση εις βάρος της πολιτικής. Παθός ο Ερντογάν –όχι ο μόνος. Τα έβαλε με τον τηλεοπτικό «Σουλεϊμάν, τον Μεγαλοπρεπή» και έγινε είδηση ανά τον κόσμο η επίθεσή του σε μία σαπουνόπερα με χανουμάκια. Ο ίδιος την αντιμετώπισε ως διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας. Πλήττει είπε την εικόνα του μεγάλου μεταρρυθμιστή των Οθωμανών, παρουσιάζοντάς τον να ερωτοτροπεί στο χαρέμι αντί να τον δείχνει κατακτητή πάνω στ’ άλογο. Καλώς τον και αυτόν στους κόλπους της τηλεοπτικής κριτικής, η οποία αυτό ακριβώς είχε διαπιστώσει. Οπως ήδη είχαμε επισημάνει, όταν στη χώρα μας η έξαρση της εθνικιστικής γελοιότητας έφερνε έως και στη Βουλή συζητήσεις για τις τουρκικές σαπουνόπερες και δη τον «Σουλεϊμάν», είναι τέτοια η ελαφρότητα της σειράς που μπορεί να τη δει κάποιος και σαν σάτιρα των ηθών των σουλτάνων και των χαρεμιών. Γέλαγαν, όπως μάθαμε, πολλοί εκ των γειτόνων βλέποντας εν τω μέσω της κρίσης που ταλάνιζε και την Τουρκία κορίτσια ντυμένα χανουμάκια να κάνουν γυρίσματα σε ορισμένα σημεία της Πόλης για ένα σίριαλ που ουδείς πίστευε ότι θα παρέκαμπτε τις γαργαλιστικές ιστορίες τού χαρεμιού για να δείξει πολυέξοδες μάχες.

Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα με την τηλεόραση. Οι μέθοδοί της για την καθήλωση του φιλοθεάμονος παραμένουν ίδιες, αδιαφορώντας αν θα προδώσουν την πολιτική που θέλησε να τις χρησιμοποιήσει.

Το πρόβλημα είναι ότι ο Ερντογάν είχε επενδύσει πολλά στην πολιτική της σαπουνόπερας. Και είναι γεγονός ότι η περιβόητη νεο-οθωμανική πολιτική του, που ήθελε την Τουρκία να προβάλλεται και να γίνεται αποδεκτή ως η soft-power της περιοχής, διαπερνούσε με δεξιοτεχνία αμερικανικών προδιαγραφών τα περισσότερα σενάρια των τουρκικών σειρών.

Υπόδειγμα ερντογανικής προπαγάνδας υπήρξε και το μεγάλο σουξέ του Χαλίτ Εργκέντς, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Ονούρ στο «Χίλιες και μία νύχτες», ο οποίος με εκείνη την επιτυχία ανά τα Βαλκάνια στο ενεργητικό του θεώρησε ότι μπορεί να γίνει και «Σουλεϊμάν». Μόνο που ως Ονούρ ήταν το παράδειγμα της Τουρκίας των ισχυρών, των μορφωμένων, που αναλαμβάνουν τα μεγάλα οικοδομικά έργα από το Ντουμπάι ώς την Ουκρανία, που μορφώνουν και τα κορίτσια, στα οποία αναγνωρίζονται ταλέντα και ικανότητες κ.λπ.

Αυτό που δεν κατανοούν όμως οι ανά τον κόσμο πολιτικοί, οι οποίοι αντιγράφουν τις αμερικανικές επικοινωνιακές συνταγές, θεωρώντας αρκετή την τηλεοπτική προβολή του προσώπου τους ή της πολιτικής τους και ταυτίζοντας τα νούμερα τηλεθέασης με αποδοχή των ανωτέρω από το κοινό είναι ότι οι μέθοδοι για υψηλή τηλεθέαση αναπτύσσουν ταχύτητες που «καίνε» μακρόπνοα πολιτικά σχέδια.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν δεν φαντάστηκε όταν έκανε τέτοια επένδυση στην τηλεόραση ότι θα ερχόταν και ένα είδος, όπως ο «Σουλεϊμάν», που θα έδινε έμφαση στους έρωτες του χαρεμιού επειδή «πουλάνε» περισσότερο από έναν αποστειρωμένο εθνικό ήρωα, ταιριαστό στην εθνική μυθολογία του τούρκου Πρωθυπουργού.

Πλήθος είναι τα παραδείγματα πολιτικών που καψαλίζονται σαν πεταλουδίτσες στους τηλεοπτικούς προβολείς. Προσφάτως βούιξε ο βρετανικός Τύπος με το κάζο του Κάμερον, ο οποίος εμφανίστηκε στου Λέτερμαν για να επιδείξει «χαλαρό» προφίλ και φάνηκε σαν αδιάβαστο μαθητούδι. Ομοίως την πάτησε και η βουλευτής των Συντηρητικών Ναντίν Ντόρις. Πήγε σε ριάλιτι στη ζούγκλα «επειδή έχει 16 εκατομμύρια κοινό» αλλά γύρισε με την ουρά στα σκέλια, γιατί το εν λόγω κοινό την ψήφισε πρώτη να αποβληθεί και τώρα παρακαλάει να τη δεχθούν πίσω στο κόμμα της.

Ολα είναι παραδείγματα του επαρχιωτισμού των αντιγραφέων αμερικανικών επικοινωνιακών στρατηγικών. Γιατί οι αυθεντικοί εφευρέτες τους γνωρίζουν πώς να συντονίζουν την πολιτική με την τηλεόραση –όχι το αντίστροφο. Παρήγαγαν βέβαια ουκ ολίγα ακραία φαινόμενα, με το ριγκανικό να αποτελεί μνημείο αυτής της τακτικής, όπως και του Μπους του νεότερου, τα οποία ακόμη αναλύονται και επικρίνονται.

Βέβαια διαθέτουν μεθόδους να αφομοιώνουν τα λάθη και τα τραύματα. Για παράδειγμα αναλυτές της επικοινωνιακής εκστρατείας του Ομπάμα αποκαλύπτουν αυτές τις ημέρες την εντυπωσιακή στρατηγική του επιτελείου του που αξιοποίησε τις μελέτες των καναλιών για το κοινό κάθε επιτυχημένης σειράς και έφτιαξε ανάλογα διαφημιστικά σποτ που προβάλλονταν στοχευμένα, ενώ ο Ρόμνεϊ απλώς βομβάρδισε με σποτ τους ψηφοφόρους. Ιδιο κόστος, διαφορετικό αποτέλεσμα.