Υπάρχουν τραγούδια που υπονοούν ή περιγράφουν μια απώλεια ενός ανθρώπου χωρίς να κατονομάζουν τον τεθνεώτα. Το λαϊκό τραγούδι «Πήγα να δω έναν φίλο μου» του Γιώργου Μπίλλη είναι τέτοιας σοδειάς, για παράδειγμα. Υπάρχουν πάλι και τραγούδια που ενώ θέτουν στο στιχουργικό σενάριο ένα όνομα, αυτό είναι μάλλον φανταστικό. «Ο κυρ Θάνος πέθανε», του Κώστα Βίρβου, που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Το τραγούδι όμως «Πού ‘σαι Θανάση» του Γιώργου Ζαμπέτα συνδυάζει δύο διαφορετικά στοιχεία: κατονομάζει συγκεκριμένο πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό ήταν υπαρκτό.

Ημαστε στο 1973 όταν ο Γιώργος Ζαμπέτας ηχογραφεί το παραπάνω κομμάτι και το εντάσσει στον δίσκο «Μάλιστα κύριε», που κυκλοφορεί το ταραγμένο φθινόπωρο του ίδιου έτους – θυμίζω πώς τότε έχουμε τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Είναι μάλιστα ο δεύτερος μεγάλος δίσκος μετά τη «Λεωφόρο Ζαμπέτα» (που έχει κυκλοφορήσει έναν χρόνο πριν) όπου ο αιγαλεώτης δημιουργός ερμηνεύει εξολοκλήρου τα κομμάτια που ο ίδιος έχει γράψει.

Μάλιστα στο τραγούδι «Πού σαι Θανάση» τέμνονται οι ιστορίες των απωλειών δύο φίλων του Γιώργου Ζαμπέτα: του Θανάση, που δεν είναι άλλος από τον Θανάση Ευστρατιάδη, πατέρα του γνωστού σκηνοθέτη και κινηματογραφικού παραγωγού, Ομηρου, και του πολυγραφότατου στιχουργού Χαράλαμπου Βασιλειάδη που από την πένα του γεννήθηκε το παραπάνω άσμα.

Ας πάμε όμως στην πρώτη απώλεια. Ο Θανάσης του τραγουδιού ήταν φίλος του Ζαμπέτα και θαμώνας στα κέντρα όπου εκείνος εργαζόταν. Για την ακρίβεια, ήταν ένας περίφημος γλεντζές της εποχής με φιλίες με καλλιτέχνες των τότε πάλκων, όπως με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους. Το 1968 φεύγει από τη ζωή χτυπημένος από καρκίνο, όμως ο λαϊκός συνθέτης το μαθαίνει έναν χρόνο μετά. Μάλιστα, μόλις μαθαίνει τα μαντάτα από τον Ομηρο Ευστρατιάδη, δίνει παραγγελία στον στενό συνεργάτη του στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη (ή Τσάντα) να γράψει κάτι με αφορμή τον θάνατο του φίλου του. Ο Βασιλειάδης πράγματι γράφει τον στίχο του τραγουδιού, και λίγες ημέρες αργότερα πεθαίνει και αυτός (τον Μάιο του 1970) έπειτα από καρδιακό επεισόδιο. Το χειρόγραφο του στιχουργού φτάνει στα χέρια του Ζαμπέτα από τα χέρια της γυναίκας τού Τσάντα, της Αννας, και αποτελεί έτσι και το κύκνειο άσμα του Βασιλειάδη. Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο ίδιος ο Ζαμπέτας τις στιγμές που μαθαίνει τα νέα του χαμού του συνεργάτη του στιχουργού, στην έξοχη βιογραφία του «Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ… θρου», στην Ιωάννα Κλειάσιου: «Το 1971 ήμουνα στην Αμερική και δεν άντεχα άλλο, είχα κουραστεί κι όταν τελείωσα από ‘κεί πήγα να ξεκουραστώ λίγο στο Λονδίνο. Με παίρνουνε τηλέφωνο τα παιδιά μου και μου λένε, μπαμπά, πέθανε ο κύριος Βασιλειάδης. Κόκαλο εγώ. Πέθανε ο Μπάμπης! Κοκάλωσα. Μου λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου… Γύρισα αμέσως και πάω στο σπίτι τους. Μου λέει η κυρία Αννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και της έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το «Πού ‘σαι Θανάση». Σημαδιακό τραγούδι…».

Ετσι, ένα κομμάτι γραμμένο για μια απώλεια – του Θανάση Ευστρατιάδη – τώρα θα μνημόνευε έναν ακόμη χαμένο φίλο τού δημιουργού – τον Βασιλειάδη. Ή μάλλον τις απώλειες όλων εκείνων των αγαπημένων προσώπων που πάντα θα θυμόμαστε – αν τα ίχνη τους έχουμε χάσει προ πολλού για πάντα.