Κοινωνική ηθογραφία ή σαπουνόπερα α λα γκρεκ με στοιχεία ριάλιτι, όπως κι αν χαρακτηριστεί, η σειρά «Η γειτονιά μας» υπήρξε η πλέον χαρακτηριστική υβριδική παραγωγή της εγχώριας τηλεοπτικής βιομηχανίας.

Ωστόσο, θύμα και αυτή μιας «προτεσταντικής» μανίας «κάθαρσης» της τηλεοπτικής μνήμης, που στέρησε και την τηλεόραση και τον τόπο από πολύτιμα στοιχεία για την εξέλιξη της εγχώριας κουλτούρας και αισθητικής, σβήστηκε ολόκληρη από τις παλιές κασέτες και δεν απέμειναν παρά μερικά μόνο ασπρόμαυρα πλάνα.

Με την υπογραφή στο σενάριο του μαέστρου στην αποτύπωση της λαϊκής καθημερινότητας Κώστα Πρετεντέρη, η σειρά εξελίχθηκε σε μια τοιχογραφία αθηναϊκής γειτονιάς με τους χαρακτηριστικούς τύπους της, τους καημούς και τους έρωτες των ανθρώπων της, με τα όνειρά τους, που συνέθεταν εντέλει και την εικόνα μιας κοινωνίας η οποία άλλαζε αργά, διατηρώντας ακόμη τους παραδοσιακούς κοινωνικούς διαχωρισμούς της, στο μεταίχμιο της οικονομικής ανάπτυξης που θα ερχόταν αργότερα με την αντιπαροχή.

Στο φινάλε άλλωστε της σειράς (20 Οκτωβρίου 1977) διαλύεται η γειτονιά, καθώς η μεγάλη οικογένεια των Δελακοβία (εκπρόσωπός της η αρχόντισσα Δελακοβία, που την έπαιζε η Μαρία Φωκά) δίνει το αρχοντικό της για αντιπαροχή.

Το ίδιο το σκηνικό της «Γειτονιάς» παραπέμπει στον «Καραγκιόζη», καθώς από τη μια βρισκόταν το καφενείο του Μάκη (η «παράγκα» των φτωχών) και από την άλλη το αρχοντικό των Δελακοβία (το «παλάτι» του σουλτάνου). Ετσι υπήρχε απευθείας αναφορά στη νοοτροπία «φτώχειας-πονηριάς», που διαμόρφωσαν την εγχώρια λαϊκή ταξική συνείδηση.

Αν και οι εκπρόσωποι του πλούτου, η οικογένεια των Δελακοβία, είναι πλέον ξεπεσμένοι – όπως πολλοί εκ της παλαιάς αριστοκρατίας που δεν κατάφερε να συντονιστεί με τις αλλαγές της οικονομίας και δη του χουντικού καθεστώτος -, διατηρούν τη μεγάλη ιδιοκτησία τους καθώς τους ανήκουν σπίτια και καταστήματα της γειτονιάς. Αυτά θα εκμεταλλευθούν καθώς δεν θα διστάσουν να τα δώσουν για αντιπαροχή. Είναι πλέον το τέλος της σειράς, στα 1977, όταν αλλάζει και πάλι ο τόπος και για την ακρίβεια η πόλη των Αθηνών, ζώντας ένα ακόμη κύμα αντιπαροχής, αυτό που θα αφανίσει οριστικά τις αθηναϊκές γειτονιές.

Πάντως η σειρά του Πρετεντέρη, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν για την ελληνική τηλεόραση ό,τι το καραγάτσειο έργο για την ελληνική λογοτεχνία, το ειλικρινές αποτύπωμα μιας κοινωνίας που άλλαζε, ένα σημαντικό μέρος της «πρώτης ύλης» από την οποία ζυμώθηκε η πολύ τηλεοπτική Ελλάδα.

Οι χαρακτήρες της «Γειτονιάς» αποθεώθηκαν και οι ηθοποιοί έγιναν οι πρώτοι σταρ της εποχής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έφτασαν ποτέ τα κασέ των σημερινών ή ακόμη και τον τρόπο ζωής. Ο Μάκης Δεμίρης ήταν ο καφετζής Μάκης Κατσαούνης και η Σάσα Καστούρα ήταν η κομμώτρια και αγαπημένη του, με την οποία στην πορεία παντρεύονται.

Χαρακτηριστικός ήταν ο ρόλος του ψιλικατζή Φανούρη (Μπάμπης Ανθόπουλος), όπως και της Ρέας (Μαίρη Χαλκιά), ένα είδος θηλυκού Μικέ, του χαζούλη χαρακτήρα που έκανε επιτυχία στον κινηματογράφο ο Γιάννης Βογιατζής (του είχε προταθεί να παίξει στη σειρά και αρνήθηκε, συστήνοντας ο ίδιος τη Χαλκιά).

Αλλά η «καλτ» φιγούρα της σειράς ήταν ο Ιωνάθαν του Κώστα Καφάση, ένα γκαρσόνι με καημό να γίνει φίρμα της πίστας. Ο δικός του χαρακτήρας συμπύκνωσε τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας που ανέτειλε με συστατικά την αφέλεια και το όνειρο του γρήγορου σουξέ.