«Στάχτη στα μάτια των κουτόφραγκων». Η ιδιοφυής αυτή στρατηγική εφαρμόστηκε με εξαιρετική επιτυχία επί δεκαετίες από την ελληνική πολιτική ηγεσία και είχε τα άριστα αποτελέσματα που όλοι βιώνουμε. Την τελευταία διετία μάλιστα, δεδομένων των ειδικών συνθηκών, η στρατηγική αυτή θεωρήθηκε το απαύγασμα της αποτελεσματικής διαχείρισης των δημόσιων πραγμάτων, κάτι σαν τον ελληνικό μονόδρομο προς τη νίκη, και εξαφάνισε κάθε άλλη πολιτική πρωτοβουλία και δράση. Φούμο στα μάτια των Ευρωπαίων. Ενα θεματάκι είχε μόνο να επιλύσει η στρατηγική αυτή. Την εξεύρεση της πρώτης ύλης, της στάχτης. Λύθηκε όμως πάραυτα και εκ των ενόντων: καίγοντας ξερά και χλωρά, πυρπολώντας αξιόλογα και άχρηστα δημόσια αγαθά. Ετσι, όπως να ‘ναι, χωρίς καμιά αξιολογική σειρά, χωρίς καμιά μελέτη σκοπιμότητας ή χρησιμότητας, με μοναδικό κριτήριο την αδυναμία του πυρπολούμενου να αντισταθεί, να σβήσει μόνος του ή με τη συνδρομή πυροσβεστών το μπουρλότο που του βάζουν.

Η νέα κυβέρνηση δεν απέστη ούτε κατά κεραίαν από την πολιτική των προκατόχων της. Στις 23 Ιουλίου 2012 με τις δέουσες τυμπανοκρουσίες ξαναανακοίνωσε τις εδώ και μήνες ανακοινωθείσες – και μηδέποτε πραγματοποιηθείσες – συγχωνεύσεις οργανισμών δημόσιου χαρακτήρα. Οπως κάνει όμως και κάθε πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του, πρόσθεσε και τη δική της πινελιά. Ανακοίνωσε και μερικές συγχωνεύσεις ερευνητικών ιδρυμάτων. Ειρήσθω εν παρόδω ότι οι ερευνητικοί φορείς είναι ο μόνος τομέας του ευρύτερου Δημοσίου, ο οποίος με συναινετικές διαδικασίες και με συμφωνία του ερευνητικού κόσμου συγχωνεύτηκε από μόνος του πριν από λίγους μόνο μήνες, όταν τα ερευνητικά ιδρύματα και η ΓΓΕΤ ανήκαν στο υπουργείο Παιδείας στο οποίο υπούργευε η κ. Διαμαντοπούλου. Με τη συγχώνευση εκείνη, τα 56 Ινστιτούτα που υπάγονταν στη ΓΓΕΤ περιορίστηκαν σε 31. Πριν στεγνώσει όμως το μελάνι του νομοσχεδίου εκείνου, τα συγχωνευμένα ξανασυγχωνεύονται. Γιατί; Προφανώς επειδή η πολιτική τάξη δεν θέλει να αγγίξει το βαθύ κράτος, δεν επιθυμεί ειλικρινά να κάνει αληθινές μεταρρυθμίσεις, ενώ από την άλλη πρέπει και να δείξει περίτρανα στην κοινωνία ότι αυτοί που δέχτηκαν να εξορθολογίσουν μόνοι τα του οίκου τους είναι τα δακτυλοδεικτούμενα πανελληνίως κορόιδα, που χαλάνε την πιάτσα και πρέπει προς παραδειγματισμό να τιμωρηθούν.

Η μικρή λίστα των συγχωνεύσεων που ανακοινώθηκε και η μεγάλη που διέρρευσε περιλαμβάνουν όλα τα άνθη του μπαχτσέ. Οργανισμούς χρήσιμους και μη, φέουδα πολιτευτών και υπηρεσίες απαραίτητες για την κοινωνία, μαγαζιά που στήθηκαν εν μια νυκτί σε κάποια απίθανη τροπολογία άσχετου νομοσχεδίου και οργανισμούς με παράδοση και έργο. Οι παροικούντες την εκάστοτε Ιερουσαλήμ – δηλαδή το εκάστοτε υπουργείο – γνωρίζουν πολύ καλά την ταυτότητα του κάθε φορέα. Για παράδειγμα στον ερευνητικό χώρο, μεταξύ των υπό συγχώνευση περιλαμβάνεται φορέας ο οποίος στήθηκε πριν από λίγα χρόνια από πολιτικό της ΝΔ ως δωράκι στην εκλογική του περιφέρεια, σχεδόν χωρίς ερευνητικό προσωπικό. Περιλαμβάνεται όμως και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών που έχει διανύσει μισό αιώνα ζωής.

Ο προαναγγελθείς θάνατος του ΕΚΚΕ αρχίζει πριν από είκοσι χρόνια επί υπουργίας Α. Ανδριανόπουλου. Δεν είμαι ειδικός στα των κοινωνικών επιστημών, νομίζω όμως ότι ούτε τα πρόσωπα ούτε η χρονιά, το 1992, είναι τυχαία. Λίγα χρόνια μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι κοινωνικές επιστήμες που είχαν προνομιακά συνδεθεί με την Αριστερά βιώνουν τη δική τους ισχυρή κρίση ταυτότητας και αμφισβήτησης. Ο θριαμβεύων νεοφιλελευθερισμός τις θεωρεί υπόλειμμα ενός κόσμου που φεύγει, μια από τις ρίζες του κακού που πρέπει να ξεριζωθεί. Στην Ελλάδα οι κοινωνικές επιστήμες είχαν τη δική τους ιδιαίτερη διαδρομή. Παρήγαγαν, κατά τη γνώμη μου, σημαντικό επιστημονικό έργο, πλήρωσαν κενά που αδυνατούσαν να καλύψουν όμορες επιστήμες, όπως η Ιστορία• είχαν και πολλά προβλήματα και αδυναμίες. Παράλληλα ταυτίστηκαν με αυτό που αποκαλούνταν στη δεκαετία του 1980 «προοδευτικός χώρος», τροφοδοτούμενες προνομιακά με ιδέες και ανθρώπους από την ανανεωτική Αριστερά των χρόνων της Μεταπολίτευσης.

Η κοινωνιολογία αποτελούσε λοιπόν για την παραδοσιακή και τη νέα Δεξιά το κακό σπυρί. Αν η Αριστερά βρισκόμενη σε αδυναμία να θεραπεύσει τις παθήσεις του τέκνου της παρίστανε ότι αυτό σφύζει από υγεία, η Δεξιά ήθελε απλώς να το πετάξει στον Καιάδα. Και η διελκυστίνδα αυτή συνεχιζόταν και συνεχίζεται με θύμα τη γνώση μας για την κοινωνία. Σε μια χώρα που βρίσκεται μέσα στη θύελλα της πιο βαθιάς οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η πολιτική ηγεσία αντί να χρησιμοποιήσει τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών για να χαράξει πολιτική επιλέγει να υποβαθμίσει τους φορείς που διακονούν την έρευνα. Αντί να κρίνει με αυστηρούς όρους τους φορείς και το έργο που έχει παραχθεί μέχρι σήμερα, να δει τι είναι χρήσιμο και επωφελές για την κοινωνία επιλέγει να τους υποβαθμίσει. Ενα ακόμη δείγμα των καιρών.

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών