Αρχίζω ανάποδα: είμαστε στο 1993, μετά το τέλος της χούντας στη Χιλή και ο Μίκης Θεοδωράκης καλείται να διευθύνει το «Canto General», σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα, με χιλιανούς μουσικούς και χορωδούς. Την επομένη, συνοδευόμενος από δημοσιογράφους, ο έλληνας δημιουργός επισκέπτεται την κατοικία του νομπελίστα ποιητή στην Ισλα Νέγρα, εκεί όπου έγραψε το «Canto General», στις ακτές του Ειρηνικού και στη συνέχεια όλοι μαζί πάνε να αποθέσουν λουλούδια στον τάφο του, όπου βρίσκεται μαζί με τη γυναίκα του, πλάι στο σπίτι του που σήμερα είναι μουσείο. Και εκεί συμβαίνει κάτι παράξενο, σχεδόν μεταφυσικό.

«Πήρα μαζί μου την ηχογράφηση από το «Ερχονται τα πουλιά» που δεν το είχε ακούσει και πίστευα ότι θα του άρεσε. Στο ποίημά του αυτό περιγράφει τα πουλιά της Νότιας Αμερικής. Οταν βάλαμε τη μουσική, έπεσε βαθιά σιωπή. «Αραγε να την ακούει κι εκείνος;» σκεφτόμασταν. Και τότε ένα ταξιδιάρικο πολύχρωμο πουλί, από αυτά για τα οποία μιλάει ο Νερούδα σε αυτό το ποίημα, έπεσε μπροστά μας πάνω στον τάφο του. Ηταν ακόμα ζεστό, όμως διαπιστώσαμε ότι ήταν νεκρό. Οπως μας είπαν οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος Νερούδα που βρίσκονταν εκεί, αυτό το είδος δεν υπάρχει στην Ισλα Νέγρα. Αρα λοιπόν το ότι ένα τέτοιο πουλί ήρθε και έπεσε πάνω στον τάφο του ακριβώς τη στιγμή που η φωνή της Μαρίας έλεγε το όνομά του, ήταν σαν ένα μήνυμα, ένα θαύμα. Το γεγονός πάντως είναι ότι μας συγκλόνισε» θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» ο Μίκης.

Το μεγάλο έργο που αγαπήθηκε σε όλον τον κόσμο – σήμερα ακόμη παίζεται μία έως τρεις φορές την εβδομάδα από χορωδίες και σύνολα ανά τη γη – έχει τα δικά του παράξενα και συντίθεται από τους μαγικούς εκείνους αρμούς που συμβάλλουν στη μυθική του διάσταση, αφού από την αρχή μια σειρά από δυσκολίες και άγνωστα γεγονότα το συνόδευσαν. Ας πάμε όμως πίσω χρονολογικά:

Ηταν το 1972, όταν ο Πάμπλο Νερούδα – πρεσβευτής της Χιλής στο Παρίσι – κάλεσε τον Μίκη για να του προτείνει να επισκεφθεί τη χώρα του. «Φυσικά δέχθηκα και θυμάμαι ότι ο μεγάλος ποιητής με συνόδευσε στο αεροδρόμιο του Ορλί. Μια μέρα βρέθηκα στο Βολπαραΐσο, όπου ταξίδεψα για να ακούσω τη σύνθεση δύο χιλιανών συνθετών, βασισμένη στο «Canto General». Στα παρασκήνια, όπου πήγα για να συγχαρώ τους συντελεστές της συναυλίας, δεν ξέρω πώς μου ήρθε να πω «θα γράψω κι εγώ μουσική πάνω σ’ αυτό το ποίημα και θα ‘ρθω να το διευθύνω εδώ»» σημειώνει ο συνθέτης.

Και τώρα φανταστείτε την αμέσως επόμενη (σχεδόν) κινηματογραφική εικόνα: την άλλη μέρα, ο Μίκης τρώει για μεσημέρι στο σπίτι του Σαλβαδόρ Αλιέντε, του σοσιαλιστή, ιδεαλιστή προέδρου της Χιλής. Ο Μίκης εξομολογείται το όνειρό του για σύνθεση του «Canto General» στον χιλιανό ηγέτη και εκείνος σηκώνεται και πάει στην τεράστια βιβλιοθήκη του. Από εκεί ανασύρει τους δύο τόμους του «Canto» και τους δίνει στον συνθέτη λέγοντας: «Αυτή η συναυλία θα πρέπει να γίνει στο Στάδιο του Σαντιάγο».

«Επιστρέφοντας στο Παρίσι και κατά τη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού, άρχισα τη σύνθεση από το πρώτο ποίημα, το «Amor America». Οταν έφτασα, συνέχισα και μέσα σε έναν μήνα είχα έτοιμα τα πρώτα έξι μέρη. Μετά ξεκινήσαμε τις πρόβες, γιατί από το φθινόπωρο μας περίμενε μια μεγάλη περιοδεία: Γαλλία, Ελβετία, Ισραήλ, Αργεντινή, Βενεζουέλα, Μεξικό, Καναδάς. Φυσικά, η πρώτη μορφή ενορχήστρωσης βασιζόταν επάνω στη λαϊκή μου ορχήστρα. Σολίστ ήταν η Μαρία (σ.σ.: Φαραντούρη), ο Πέτρος (σ.σ.: Πανδής) και η Αρια Σαγιονμάα» λέει ο συνθέτης.

Το σχέδιο βρισκόταν εν εξελίξει και την άνοιξη του 1973, οι συντελεστές καλούν τον Νερούδα με τη σύζυγό του Ματίλντε να τους ακούσουν στο μικρό στούντιο της οδού Πολιβό του Παρισιού. Φανταστείτε λοιπόν την εξής εικόνα: μέσα στο στούντιο ο Μίκης παίζει τα κομμάτια του «Canto» και ακροατές έχει τον Νερούδα και τη γυναίκα του.

«Μπορώ να πω ότι οι στιγμές που ζήσαμε ήταν από τις πιο συγκινητικές και συγκλονιστικές της ζωής μας. Τον θυμάμαι να μας ακούει με τα μάτια κλειστά και νιώθαμε να μας τυλίγει μια πρωτόγνωρη μαγεία. Γιατί ο Νερούδα είναι ένας μεγάλος Μάγος της Ποίησης και όλοι είχαμε αγωνία για την αντίδρασή του. Στο τέλος αναπνεύσαμε, καθώς μας χαιρετούσε και μας αγκάλιαζε με φανερή ικανοποίηση» αφηγείται στα «ΝΕΑ» ο Μίκης Θεοδωράκης.

Η επόμενη ημέρα γράφτηκε στο σπίτι του Νερούδα. Ο Μίκης έχει τα δικά του άγχη για το έργο: «Αποδίδω σωστά την ισπανική γλώσσα και τα νοήματα της ποίησης; Η ελληνικότητα της μουσικής μου ταιριάζει με τον ξεχωριστό λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα του έργου;» ρώτησε τον Νερούδα.

Εκείνος πήγε στη βιβλιοθήκη του, πήρε έναν πράσινο τόμο που περιείχε όλο το «Canto» και κοιτώντας τον συνθέτη στα μάτια είπε «Να ποια είναι η απάντησή μου» και με πράσινο στιλό έγραψε λίγα λόγια που όχι μόνο καθησύχασαν τον Μίκη αλλά και τον συγκίνησαν. Ο Νερούδα όμως δεν έμεινε εκεί: «Και τώρα θα ήθελα να μελοποιήσετε και κάποια άλλα ποιήματα που αγαπώ ιδιαίτερα» είπε. Και με το ίδιο στιλό έβαλε μια πράσινη γραμμή σε άλλα έξι.

«Ετσι, το έργο έχει δώδεκα μέρη που μαζί με το «Requiem» που συνέθεσα μετά τον θάνατό του, αφιερωμένο στη μνήμη του, έγιναν δεκατρία» συμπληρώνει ο Μίκης.

Η μεγάλη αφήγηση της Ιστορίας όμως τρέχει παράλληλα με την ιστορία του «Canto General». Ο Μίκης ύστερα από λίγο καιρό καλείται στην πρεσβεία. Ο Αλιέντε θέλει τον Νερούδα δίπλα του, αφού οι ταραχές έχουν αρχίσει και το πραξικόπημα του Πινοτσέτ είναι προ των πυλών. Ο ποιητής αναχωρεί για τη Χιλή.

«Εναν μήνα μετά έλαβα τηλεγράφημά του στο οποίο ο Νερούδα με ρωτούσε αν θα ήθελα να συμμετάσχει σε όλη μας την περιοδεία: Βενεζουέλα, Περού, Ισημερινός, Μεξικό. Του απάντησα με ενθουσιασμό και παρήγγειλα στους τοπικούς μας οργανωτές να το αναγγείλουν και να διπλασιάσουν τις συναυλίες. Οταν φτάσαμε στο Μπουένος Αϊρες για συναυλίες στο κλειστό στάδιο που χωρούσε 20.000 θεατές είχαν ήδη πουληθεί δέκα συναυλίες». Κι αν θέλετε μια γεύση από τον καμβά της εποχής, βάλτε στον νου σας πως το καθεστώς ήταν στρατιωτικό, όμως εκείνη την εποχή είχαν εξαγγελθεί εκλογές του Περόν με την Ιζαμπελίτα και η κατάσταση ήταν πιο ήπια.

Φανταστείτε επίσης το τεράστιο λούνα παρκ του οποίου τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί, πολιορκημένο από νέους και νέες που διαδήλωναν με πλακάτ και απαιτούσαν να μπουν κι αυτοί, γεγονός που οδηγούσε σε σφοδρές συγκρούσεις με την έφιππη Αστυνομία των δικτατόρων. Μέσα στην αίθουσα πλακάτ, συνθήματα, τραγούδια – ανάμεσά τους και πλακάτ για τη χώρα μας που περνούσε τη δική της δοκιμασία με τη χούντα.

«Ολοι περίμεναν τον Νερούδα που δεν ήρθε. Στο τέλος της συναυλίας τον αναζήτησα στο τηλέφωνο, στο σπίτι του. «Ολοι σάς περίμεναν και φώναζαν ρυθμικά το όνομά σας» του είπα.

«Με συγχωρείτε πολύ, όμως τα αρθριτικά μου με έριξαν κάτω. Σας υπόσχομαι ότι όταν έρθετε στο Σαντιάγο, θα βρίσκομαι στο πλευρό σας». Σε δύο μέρες μου τηλεφώνησε ο προσωπικός γραμματέας του Αλιέντε για να μου πει: «Ο κύριος Πρόεδρος σας παρακαλεί να μην έρθετε αμέσως αλλά έπειτα από περίπου 20 μέρες, γιατί υπάρχει κάποιο πρόβλημα που στο μεταξύ θα έχει ξεπεραστεί». Ετσι πήγαμε στο Καράκας, όπου μάθαμε για το πραξικόπημα στη Χιλή και τον θάνατο του Αλιέντε. Σε λίγες μέρες βρισκόμασταν στην Πόλη του Μεξικού, όπου μας κεραυνοβόλησε το αναπάντεχο τέλος του Νερούδα» σημειώνει ο Μίκης που την ίδια ημέρα συμμετείχε σε μια μεγάλη πορεία διαμαρτυρίας 500.000 Μεξικανών.

«Το ίδιο βράδυ της συναυλίας μας στην Οπερα, ανακοίνωσα ότι θα παίζαμε το «Canto General» σε κάθε μας συναυλία ώς την απελευθέρωση της Χιλής» συμπληρώνει. Και από τότε το έργο, μια μουσική όαση ελευθερίας και πολλαπλών μηνυμάτων, ταξίδεψε σε όλον τον κόσμο κάνοντας στάση την Τρίτη στο Ηρώδειο κάτω από τον ζεστό αττικό ουρανό που θα γεμίσει πουλιά για ένα βράδυ.