Την ημέρα των εκλογών ξυπνά στις πέντε το πρωί και με το χάραμα βρίσκεται στο εκλογικό τμήμα ενός μεγάλου θρησκευτικού ιδρύματος που αποτελεί προπύργιο του κυβερνώντος κόμματος. Είναι ένας εκλογικός αντιπρόσωπος της αντιπολίτευσης, και σκοπός του είναι να υπερασπιστεί την νομιμότητα ενάντια στις απάτες και στις ανωμαλίες. Ετσι ξεκινά η αυτοβιογραφική νουβέλα «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» (εκδ. Κριτική, μτφ. Τόνια Τσίτσοβιτς-Radin) που έγραψε στα 40 του ένας από τους σπουδαιότερους ιταλούς συγγραφείς, ο Ιταλο Καλβίνο (1923-1985), νουβέλα που παραμένει συνταρακτικά επίκαιρη μισόν αιώνα μετά την πρώτη της έκδοση.

Ανθρωπος ήπιος, πολίτης υπεύθυνος, συνειδητός ψηφοφόρος του ΚΚ, συμμέτοχος της δημοκρατικής εξουσίας, ο πρωταγωνιστής του Καλβίνο καταλαβαίνει αμέσως ότι αυτό το φιλανθρωπικό άσυλο με το νοσοκομείο και το μοναστήρι του, χρησιμεύει ως απόθεμα ψήφων για τη χριστιανοδημοκρατική παράταξη. Βλέπει τους μισότυφλους, τους παράλυτους, τους ετοιμοθάνατους να υποχρεώνονται να ψηφίσουν με τη «βοήθεια» των νοσοκόμων και των παπάδων, που έχουν διασπείρει τον φόβο ότι αν αλλάξουν τα πράγματα αυτός ο οίκος πρόνοιας θα χαθεί… Προσπαθεί λοιπόν, με σύμμαχο τη φωνακλού αντιπρόσωπο των σοσιαλιστών, να εμποδίσει τη χειραγώγηση της λαϊκής βούλησης… Και πράγματι, αρκετές φορές κερδίζει μάχες με τις ενστάσεις του προς την εφορευτική επιτροπή. Η ιστορία του θα μπορούσε λοιπόν να κλείνει εδώ: με ένα οικουμενικό δίδαγμα ενάντια στην πολιτική εκμετάλλευση που εκπορεύεται ακόμη και από εκείνους οι οποίοι εμφανίζονται με τις καλύτερες προθέσεις, καθώς και με ένα τολμηρό σχόλιο για την ψηφοθηρία που κινδυνεύει να εκτραπεί σε νοθεία. Ωστόσο για τον Καλβίνο εδώ είναι που όλα ανοίγουν. Και γι’ αυτό τούτη η νουβέλα κατατάσσεται στη σημαντική – και παρεμβατική – λογοτεχνία. Διότι κλείνοντας το βιβλίο έχουμε αλλάξει κι εμείς, όπως ο πρωταγωνιστής του, και όλες μας οι βεβαιότητες γύρω από τις εκλογές έχουν υπονομευτεί.

Ο πρωταγωνιστής του Καλβίνο αντιλαμβάνεται σε ένα πρώτο επίπεδο ότι οι θεσμοί της κοινωνικής βοήθειας μπορούν να οδηγήσουν στον σκοταδισμό. Ομως μετά την εμπειρία του με τους ανάπηρους καταλαβαίνει ότι το να υπερασπίζεσαι τους θεσμούς δεν αρκεί για να λειτουργήσει η δημοκρατία, διότι χρειάζεται και η μυστική φωτιά που βάζει τα πράγματα σε κίνηση, χρειάζεται μια διαφορετική, όχι γραφειοκρατική, στάση ζωής. Βλέπει ο αντιπρόσωπος τον τοπικό βουλευτή να δίνει μια παράσταση ευθυμίας και αποτελεσματικότητας μπροστά σε σακάτηδες και νάνους έγκλειστους στο ίδρυμα, και σκέφτεται πως το να ψηφίζεις δεν σημαίνει πολλά αν δεν αισθάνεσαι ότι σε αφορούν τα πράγματα. Πιστεύει ο αντιπρόσωπος ότι στην πολιτική δεν πρέπει να έχεις αυταπάτες, ότι έτσι κι αλλιώς τα πράγματα αποφασίζονται σε ένα ευρύτερο πεδίο, αλλά συνειδητοποιεί ότι η αποστασιοποίηση και η ηρεμία εξυπηρετούν μονάχα τις τεμπέλικες συνειδήσεις. Παρακολουθεί τις «άγιες» και απρόσωπες ευεργέτιδες νοσοκόμες, τη φιλενάδα του με την οποία καβγαδίζει αλλά του είναι απαραίτητο να τη σκέφτεται, τον αγρότη που ταΐζει τον καθυστερημένο γιο του κοιτάζοντάς τον στα μάτια, και αισθάνεται πως ο παράγοντας αγάπη είναι πιο σημαντικός από τη φιλανθρωπία, και πως αυτός δίνει ανθρώπινη υπόσταση στον Αλλο. Θεωρεί ότι στην πολιτική οι αλλαγές επέρχονται με τρόπους μακροχρόνιους, όμως συνειδητοποιεί πως το μεν παρελθόν λειτουργεί ως παγίδα, διότι παρουσιάζει μια εικόνα τετελεσμένη για τα πράγματα, το δε μέλλον γίνεται και αυτό παγίδα όταν κανείς το συσχετίσει με ένα παρελθόν που κανένας δεν σκέφτεται ότι μπορεί να αλλάξει. Ετσι καταλαβαίνει ότι την επομένη των εκλογών τίποτα δεν έχει τελειώσει αλλά, αντίθετα, όλα αρχίζουν.