Οι «Χαμένοι» του τίτλου στο καινούργιο βιβλίο του Πάγκαλου δεν είναι… αυτοί που χάθηκαν στο δάσος. Ούτε αυτοί που έχασαν στα χαρτιά, ή στις εκλογές. Αλλά ούτε όπως έλεγε ο αστυνόμος του Λαζόπουλου: «Αντε ρε χαμένε». Οι «Χαμένοι» του Πάγκαλου είναι κάτι ανάμεσα στο «όλα από χέρι χαμένα», που τραγουδούσε ο Παπακωνσταντίνου και στους «πλάνητες» του Κώστα Αξελού. Ο τίτλος βρίσκει τις λέξεις που ταιριάζουν όταν προβληθεί στο ιστορικό και πολιτικό φόντο της περιόδου μετά τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο: «Ελλάδα» και «Αριστερά». Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι κατά βάση Ελληνες και αριστεροί, μιας ορισμένης εποχής και μιας ορισμένης μοίρας. Θύματα της τραγικής ειρωνείας με την αρχαιοελληνική έννοια: αγνοούν ότι βρίσκονται μπλεγμένοι στη μοίρα τους και πιστεύουν πως στο τέλος θα νικήσουν.

Επιστροφή στο αίνιγμα: τι είναι ο κλουπιέρης; Απάντηση: τίποτε! Είναι ένα εύρημα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να γελοιοποιήσει τη δικτατορία. Ενας κληρωτός δηλώνει επάγγελμα «κλουπιέρης» και όλοι – από τον στρατολόγο Μαστραπά μέχρι τον ναύαρχο και την «εθνική κυβέρνηση», μηδέ του αντιβασιλέως εξαιρουμένου – κάνουν πως το γνωρίζουν. Στήνεται ειδική τελετή για να κάνει ο κλουπιέρης επίδειξη της υψηλής τέχνης του. Και αυτός ανεβαίνει στην εξέδρα που του έστησαν και… πάμε στον Πάγκαλο: «Ξεκρέμασε το σακίδιό του, πήρε μια μεταλλική σφαίρα, έσκυψε και την άφησε προσεκτικά να πέσει. Ολοι κρατούσαν και την αναπνοή τους ακόμα, κι έτσι ακούστηκε και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του στρατοπέδου το “κλουπ” που έκανε η σφαίρα πέφτοντας μέσα στο νερό της δεξαμενής». Το σπονδυλωτό βιβλίο του αντιπροέδρου των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου περιλαμβάνει οκτώ αφηγήματα γραμμένα με ωραία ελληνικά, ακόμη και όταν τα διανθίζει με λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν οι αντροπαρέες ή οι θαμώνες των καταγωγίων.

Η ίδια η έκδοσή του είναι ευρηματική ιδέα. Ολοι περίμεναν το βιβλίο που υποσχέθηκε, με τίτλο «Μαζί τα φάγαμε». Πολιτικό βιβλίο – άλλωστε, μέχρι τώρα ο Πάγκαλος πολιτικά βιβλία έγραφε. Και αυτός εμφανίζεται στο… λογοτεχνικό στερέωμα. Πρέπει να ξύσεις λίγο τις αράδες για να ανακαλύψεις ότι το βιβλίο είναι πολιτικό. Και πρωτίστως, βιωματικό. Οι χαρακτήρες του είναι φαντάσματα του βίου του και της διαδρομής του στην πολιτική. Τους ξέρει, τους έζησε και τους υπέστη, αν δεν είναι και ο ίδιος ένας απ’ αυτούς. Και αισθάνεται την ανάγκη, στα 73 του, να τους παρουσιάσει. Δεν είναι σαφές αν θέλει να τους «αγιοποιήσει» διά της απομυθοποίησής τους. Δεν αρνείται ότι στο μείγμα των ηρώων του και των καταστάσεων που περιγράφει υπάρχει ισχυρή δόση αληθινών περιστατικών και πραγματικών προσώπων με τα οποία συγχρωτίσθηκε.

Τα διηγήματα διαδραματίζονται τα περισσότερα στην Ευρώπη – στη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Γαλλία – αλλά όλα μαζί συνθέτουν μια ιστορική τοιχογραφία δίπλα στην οποία μπορεί να διακρίνει κανείς τον άρτι αυτοαποστρατευθέντα πολιτικό με το πιο σαρδόνιο χαμόγελο του: «Σάς την έσκασα, δεν έγραψα το πόνημα που περιμένατε». Εγραψε όμως ένα βιβλίο γεμάτο συμβολισμούς και παραπομπές, τόσο στην πραγματική ιστορία της ηττημένης νεοελληνικής Αριστεράς της περιόδου 1950-1980, έτσι όπως βγήκε από την Εμφύλιο και τη χούντα, όσο και στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων που μπορούν να βρεθούν όπου Γης και να παραμείνουν αυτό το περίεργο είδος ανθρώπου που δεν μπαίνει σε λογαριασμό. Σαν τον Κώστα Τσάση, του βιβλίου.

Η αφήγηση είναι άμεση, ολοζώντανη, ενίοτε σαρκαστική, πάντα παραστατική και σε ορισμένα σημεία ωμή, έως κυνική. Αλλά ο αναγνώστης θα εκπλαγεί όταν προσέξει ότι δεν λείπουν το συναίσθημα και η τρυφερότητα. Οπως στην περίπτωση του Ηλία. Τυπική μεταπολεμική φιγούρα του Ελληνα της επαρχίας, που τον τραβολογάει η πατρίδα πέντε χρόνια σε πολέμους και μετά τον αφήνει να σαπίσει στο γιαπί. Μέχρι να βρεθεί ο βουλευτής που θα τον διορίσει – με αντάλλαγμα το κρεβάτι της εξαδέλφης του – θα πάρει σύνταξη και θα γυρίσει στο νησί του, όπου θα τον τσακίσει η μοίρα και ολομόναχος θα καταλήξει πειραματόζωο τηλεοπτικών μετρήσεων. Ή στην περίπτωση μιας νεαρής Γερμανίδας που ζει στο Ελσίνκι και αφηγείται – επί χούντας – στον δεύτερο έλληνα εραστή της τις εμπειρίες της.

Στα περισσότερα διηγήματα, ο λόγος αναπτύσσεται σε τρίτο πρόσωπο, επιβεβαιώνοντας την εντύπωση πως ο συγγραφέας δεν τα φαντάζεται εντελώς αυτά που γράφει – τα θυμάται. Τα πράγματα παρουσιάζονται με αμεσότητα και στο τέλος οι ιστορίες αφήνουν κάτι μετέωρο, χωρίς απάντηση – ίσως γιατί ποτέ δεν την είχε. Οι ήρωές του έχουν ξαναζήσει δίπλα μας, έχουμε ακούσει γι’ αυτούς. Π.χ. ο Αποστόλης, επαρχιώτης μετανάστης στο Μόναχο επί χούντας, που χάνει το κομπόδεμα του από δυο γερμανίδες πεταλουδίτσες. Μια παρέα ελλήνων ναυτικών στο Αμστερνταμ που κάνουν Πρωτοχρονιά σε ένα μπαρ παρέα με ένα γέρικο σκύλο, μετανάστη από την Ελλάδα. Είναι αξιοπρόσεκτο πάντως ότι έτσι όπως περιγράφει τη ζωή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκύπτει η νοσταλγία για καθετί ελληνικό.

Πίσω από τις ιστορίες διακρίνεται η ίδια ελληνική φιγούρα, στο εσωτερικό ή στην υπερορία, πολιτικοποιημένη ή όχι, αλλά πάντα περιπλανώμενη, εκτεθειμένη στα ρεύματα της εποχής και πάντα προορισμένη να χάσει. Εξαιρετική είναι η ιστορία της Μαρίας που έσωσε τη ζωή ενός Εγγλέζου στα Δεκεμβριανά, τον παντρεύτηκε και βρέθηκε μαζί του σε μια εργατική συνοικία στο Κάρντιφ, τον βαρέθηκε και γύρισε πίσω, για να επιστρέψει χρόνια αργότερα στην Αγγλία για να τον κληρονομήσει, συνοδευόμενη από έναν δικηγόρο, τον οποίο είχε περιθάλψει ως φοιτητή στο ίδιο σπίτι όταν τον κυνηγούσε η χούντα.