Φρένο στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών επιχειρεί να βάλει το υπουργείο Ανάπτυξης με την κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής τιμοκαταλόγων χονδρικής από τις βιομηχανίες και τους προμηθευτές προς την Υπηρεσία Εποπτείας Αγοράς. Μέχρι σήμερα οι τιμοκατάλογοι χονδρικής που υποβάλλονταν τις περισσότερες φορές ήταν πλασματικοί, γεγονός που οδηγoύσε στη διαμόρφωση υψηλών τιμών καθώς δημιουργούσαν στην πραγματικότητα μια βάση πάνω από την οποία πάντα διαμορφωνόταν η λιανική τιμή, ανεξάρτητα από το πραγματικό κόστος που είχε ο λιανέμπορος.

Πλέον, αντί της υποβολής τιμοκαταλόγων για κάθε μεταβολή των τιμών, οι επιχειρήσεις θα καταθέτουν μόνο μία φορά τον χρόνο απολογιστικά στοιχεία στο υπουργείο Ανάπτυξης, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες διατηρούν το δικαίωμα όταν κρίνουν αναγκαίο να ζητούν όλα τα κοστολογικά στοιχεία από τις επιχειρήσεις.

Μέχρι σήμερα υποχρεωμένες να ενημερώνουν για τις ανατιμήσεις ήταν βιομηχανίες, βιοτεχνίες, συνεταιριστικά εργοστάσια παραγωγών, εισαγωγικές και εμπορικές επιχειρήσεις που διαθέτουν και πωλούν χονδρικώς στην εγχώρια αγορά προϊόντα τους και οι πωλήσεις τους ανέρχονται σε τουλάχιστον 10 εκατ. ευρώ. Επίσης οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες κατά την τελευταία κλεισμένη οικονομική χρήση είχαν ετήσιο κύκλο εργασιών 2 εκατ. ευρώ και άνω.

Σύμφωνα με το υπουργείο, η κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής τιμοκαταλόγων χονδρικής θα εντείνει τον ανταγωνισμό στην αγορά προς όφελος τόσο των επιχειρήσεων όσο και των καταναλωτών, διότι όπως έχει διαπιστωθεί το ισχύον σύστημα υποβολής των τιμοκαταλόγων λειτουργεί στρεβλωτικά προς τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Εκτιμάται ότι με το νέο καθεστώς οι λιανοπωλητές θα έχουν μεγαλύτερα περιθώρια διαπραγμάτευσης με τους χονδρεμπόρους για τη μείωση των τιμών κτήσης των προϊόντων. Μάλιστα, για τη διευκόλυνση της διαπραγματευτικής δύναμης των λιανοπωλητών έναντι των χονδρεμπόρων ορίζεται ρητά στην αγορανομική διάταξη ότι «οι βιομηχανίες, βιοτεχνίες και οι επιχειρήσεις χονδρικής πώλησης που πωλούν είδη, ανεξάρτητα από την αγορανομική κατηγορία κατάταξής τους, έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν εγγράφως τις τιμές πώλησης των ειδών τους (χωρίς ΦΠΑ) στον κάθε δυνητικό αγοραστή».

Πάντως ο ειδικός γραμματέας της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς μπορεί να ζητά με έγγραφη κλήση του πρόσθετα συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με την ανάλυση της απολογιστικής τιμής πώλησης του προϊόντος, του εμπορεύματος ή της υπηρεσίας καθώς επίσης μπορεί να ζητά και άλλα στοιχεία, όπως ενδεικτικά ο ισολογισμός των επιχειρήσεων, η γενική εκμετάλλευση, οι αναλυτικές κατά κλάδο εκμεταλλεύσεις, οι καρτέλες αποθήκης, τα αποθέματα, τα τιμολόγια, τα στοιχεία κόστους ή λοιπά οικονομικά στοιχεία. Η αρμόδια υπηρεσία επίσης μπορεί να διενεργεί και αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις επιχειρήσεις για να εξακριβώσει αν είναι αληθή τα στοιχεία που αποστέλλουν. Σε περίπτωση μη υποβολής εντός της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος προβλέπεται πρόστιμο είκοσι χιλιάδων 20.000 ευρώ, ενώ αν τα στοιχεία είναι αναληθή ή ανακριβή επιβάλλεται πρόστιμο 30.000 ευρώ. Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση εντός 24 μηνών υποπέσει σε νέα παράβαση, το ύψος των προστίμων διπλασιάζεται.