Με το δεύτερο πακέτο στήριξης η Ελλάδα έχει αναλάβει, έναντι της χρηματοδότησης, συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Αυτές, μέσα από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, έχουν καταλήξει σε συγκεκριμένα μέτρα – τις προβλέψεις του Μνημονίου. Εκτός από τις δομικές αλλαγές, το «εισπρακτικό» κομμάτι οδηγεί τη χώρα σε πορεία ανατροφοδοτούμενης ύφεσης. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα εάν υπάρχει δέσμη μέτρων η οποία να μην πλήττει τον κοινωνικό ιστό, να μην ανατροφοδοτεί ή/και να αναστρέφει την υφεσιακή πορεία. Εδώ έρχονται τα ισοδύναμα μέτρα.

Στο Eurogroup (21/2) ετέθη το μακροσκοπικό δημοσιονομικό πλαίσιο: (α) χρέος 120,5% του ΑΕΠ το 2020, (β) χρηματοδότηση έως το 2015 όπως προβλέπεται από τη δανειακή σύμβαση, (γ) δέσμευση υποστήριξης για την ικανοποίηση των χρηματοδοτικών αναγκών μετά το 2015, αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να βγει στις αγορές. Τα μέτρα για την επίτευξη των στόχων που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ Ελλάδας και τρόικας είναι ακριβώς οι προβλέψεις του Μνημονίου ΙΙ. Η όποια συζήτηση περί ισοδύναμων μέτρων αφορά προβλέψεις του Μνημονίου ΙΙ και μπορεί να γίνει μόνο υπό μία βασική προϋπόθεση: συμφωνία στους μακροσκοπικούς δημοσιονομικούς στόχους. Πρέπει να τους εξυπηρετούν, τουλάχιστον το ίδιο καλά με τις προβλέψεις του Μνημονίου, όχι μόνο ποσοτικά (πόσα χρήματα) αλλά και χρονικά (πότε εισρέουν τα χρήματα). Κάθε τέτοιο μέτρο πρέπει να αντέχει έλεγχο αποτελεσματικότητας – από τους δανειστές, φευ!

Ας μπούμε στη «λογιστική» λογική της τρόικας. Ας θυμηθούμε τα 600 εκατ. ευρώ που έλειπαν αρχές Φεβρουαρίου και συντήρησαν τον τραγέλαφο των διαβουλεύσεων πρωθυπουργού – αρχηγών. Η τρύπα έκλεισε με τα μέτρα μείωσης του κατώτατου μισθού, περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων – οριζόντια πάντα! Ας προσφέρουμε, χάριν παραδείγματος, δύο εναλλακτικές πολιτικές:

1. Κατασκευή τριών έργων με χαρακτηριστικά ίδια με αυτά της Αττικής Οδού, εξ ολοκλήρου χρηματοδοτούμενων από το Δημόσιο. Η Αττική Οδός κόστισε περίπου 1,2 δισ. ευρώ και αποφέρει περίπου 200 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Μακροπρόθεσμα η τρύπα των 600 εκατ. ευρώ κλείνει, πλην όμως απαιτείται: (α) χρηματοδότηση των τριών έργων με 3,6 δισ. ευρώ, (β) χρηματοδότηση της τρύπας των 600 εκατ. ευρώ ώσπου να αποκατασταθεί η σχεδιαζόμενη κερδοφορία (τρία έως πέντε χρόνια).

2. Αρση της υποχρέωσης του Δημοσίου να καλύπτει τα ελλείμματα του Ταμείου ασφάλισης ΔΕΗ. Στον προϋπολογισμό εγγράφεται κάθε χρόνο ποσόν περίπου 600 εκατ. ευρώ για τη συγκεκριμένη «αντιπαροχή», το οποίο αντιστοιχεί σε περίπου 27.000 ευρώ ανά εργαζόμενο, πλέον των νομίμων εισφορών που φθάνουν περίπου σε 23.000 ευρώ ανά εργαζόμενο (σύγκριση με τις περίπου 8.000 ευρώ ανά εργαζόμενο ασφαλισμένο στο ΙΚΑ – της κρατικής επιχορήγησης συμπεριλαμβανομένης!).

Η πρώτη από τις εναλλακτικές πολιτικές του παραδείγματος δεν αποτελεί ισοδύναμο μέτρο. Μέχρι δε την αποκατάσταση επαρκούς κερδοφορίας, λειτουργεί αντίθετα επιτείνοντας τα δημοσιονομικά βάρη, αν δεν εξευρεθούν πρόσθετοι πόροι από πηγή εκτός του 2ου πακέτου στήριξης. Αντίθετα, η δεύτερη συνιστά συγκεκριμένο ισοδύναμο το οποίο όχι μόνο μπορούσε να γίνει ασμένως αποδεκτό από την τρόικα, αλλά ικανοποιεί και την κοινωνική απαίτηση δίκαιης κατανομής βαρών. Το βασικό πρόβλημα βέβαια είναι η περισσότερο από βέβαιη σύγκρουση με το συνδικαλιστικό κίνημα και την Αριστερά.

Ευρισκόμενοι σε προεκλογική περίοδο πια, τίθεται από κάποιους πολιτικούς χώρους το ζήτημα ισοδύναμων μέτρων. Πλην όμως επιστρατεύονται οι «συνήθεις ύποπτοι»: η φοροδιαφυγή και η διαφθορά. Να θυμίσουμε ότι τον Ιανουάριο του 2010 ο τότε ΥΠΟΙΚ είχε παρουσιάσει στις Βρυξέλλες τον τέταρτο προϋπολογισμό του έτους: προβλεπόταν μείωση ελλειμμάτων κατά 4 δισ. ευρώ – 1,5 δισ. ευρώ μείωση δαπανών, 2,5 δισ. ευρώ σύλληψη φοροδιαφυγής. Η φοροδιαφυγή αυξήθηκε αντί να μειωθεί – η τρόικα αρνείται να εγγράψει προβλέψεις σχετικών εσόδων δεδομένου ότι «ο μηχανισμός δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να συλλάβει τη φοροδιαφυγή».

Είναι κατ’ αρχήν θετικό ότι πολιτικές δυνάμεις, απλώς πολιτικολογούσες έως σήμερα, μπαίνουν στη λογική των ισοδύναμων μέτρων. Σημαίνει ότι γίνεται αποδεκτό το πλαίσιο μακροσκοπικών στόχων και ανοίγει η δυνατότητα ειλικρινούς και συγκεκριμένης διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Σε καμία περίπτωση όμως οι εμφανιζόμενες ως εναλλακτικές δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης – προβλέπονται άλλωστε στο Μνημόνιο, με χρονοδιάγραμμα εφαρμογής μάλιστα. Η πάταξη της φοροδιαφυγής, παραδείγματος χάριν, προϋποθέτει την πλήρη εφαρμογή σειράς μεγάλων μεταρρυθμίσεων: φορολογικό, φοροεισπρακτικοί μηχανισμοί, δικαιοσύνη. Η απόδοση εξαρτάται από την ταχύτητα εφαρμογής και την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων. Αντίστοιχα ισχύουν και για τη διαφθορά.

Οσες πολιτικές δυνάμεις, εκτός από επικοινωνιακά επιτυχείς με την αναφορά σε ισοδύναμα μέτρα, επιθυμούν να είναι και χρήσιμες, είναι απαραίτητο να εξειδικεύσουν τις προτάσεις τους. Πιθανώς αυτό να συνεπάγεται πολιτικό-εκλογικό κόστος. Ωστόσο, το όφελος για την κοινωνία θα είναι η ανάδειξη των πραγματικών επιλογών. Αν έστω και κατά προσέγγιση επιβεβαιωθούν τα δημοσκοπικά ευρήματα, ο μόνος τρόπος να προκύψει θετικό αποτέλεσμα σε ένα κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό είναι να γίνει η πολιτική διαβούλευση μετά τις εκλογές με τις πραγματικές επιλογές στο τραπέζι – αν είναι δυνατόν και ο προεκλογικός αγώνας.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών