Παρλάτες και μπουζουκοδάνεια

Αγαπητή Φοίβη,

Προχθές το βράδυ πίναμε / κρασί με μια παρέα / αυτοί κλαίγαν τη μοίρα τους / μα εγώ περνούσα ωραία. / Και ενώ όλοι απορούσανε / το κέφι πού το βρήκα / τρεις ώρες μετά τις εφτά / το μυστικό τούς είπα: / Δεν έχω ανάγκη από λεφτά. / Τα μάτια τους γουρλώσανε: / Τότε θα ‘χεις πολλά λεφτά / μου είπανε οι μάγκες. / Και ‘γώ τους είπα ήρεμα: / Δεν έχω ανάγκη από λεφτά / γιατί δεν έχω ανάγκες.

Προτού αρχίσουμε να συνωστιζόμαστε αγεληδόν στους προθαλάμους των ψυχιατρικών καταστημάτων, ας το ρίξουμε λίγο στην ελαφρότητα.

Με αυτή την παρλατίτσα ή παρλαπιπίτσα (ο χαρακτηρισμός κατά βούληση) θέλω να πω ότι, αφού τα εισοδήματά μας στο ορατό τουλάχιστον μέλλον δεν πρόκειται να σηκώσουν κεφάλι (εγώ και οι πρεσβύτες ομήλικοί μου ούτε σαν θερινό μεταμεσονύκτιο όνειρο μπορούμε να το ελπίζουμε), μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να καταργούμε τις ανάγκες μας. Αυτές που κατασκευάσαμε την εποχή των παχέων αγελάδων. Τότε που περνούσαμε εμείς καλά και οι πολιτικοί μας καλύτερα (αν εξαιρέσεις τους προπηλακισμούς και τα γιαουρτώματα, αυτοί και τώρα περνάνε καλά).

Τότε που με εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, καζινοδάνεια, μπουζουκοδάνεια και πάσης φύσεως συναφή σπαταλοδάνεια (η ευλογημένη γλώσσα μας μάς εφοδιάζει με άφθονες σύνθετες λέξεις), όλα εφευρήματα της νεοελληναράδικης ιδιοτυπίας, χτίζαμε την επίπλαστη ευημερία μας. Μέσα στην οποία το κοινωνικό μας στάτους δεν επέτρεπε να καθήσουμε σε άλλο τραπέζι πλην του πρώτου στην πίστα στα σκυλάδικα των εθνικών δρόμων, όπου η μετάβαση δεν επιτρεπόταν με άλλο όχημα πλην τετρακίνητου μεγάλου κυβισμού, ταξινομημένου ως αγροτικού συνήθως.

Αυτά και πολλά άλλα μας έφεραν εδώ που φτάσαμε. Αλλά κάποτε, φευ, φτάνει και η ώρα του λογαριασμού.

Τώρα πληρώνουμε. Το άδικο είναι ότι πληρώνουμε όλοι. Με τη ναζιστικής πρακτικής αρχή της συλλογικής ευθύνης υποχρεούνται και όσοι δεν συμμετείχαν στο πάρτι να υποστούν τα επίχειρα του εγκλήματος.

Με τιμή, Νίκος Δετοράκης, Θεσσαλονίκη

Οπως ραπάρουν και οι Active Member, αγαπητέ Νίκο, «όλα τελειώνουνε / κι όλα περνάνε! / Ιδέες βασίλισσες / κακογερνάνε. / Στις νέες ανάγκες σου / κόπος βαρύς, / σκοπούς αλάθευτους / κοίτα να βρεις»…

Στα νυχάκια του υπαλληλίσκου

Αγαπητή Φοίβη,

Παρασκευή απόγευμα στις 18.45 πήγα στο ΚΕΠ Πειραιά στο λιμάνι για άρση παρακράτησης και μεταβίβαση ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου. Ο υπάλληλος Π. Γκ. με παρέπεμψε στο ΚΕΠ του Συντάγματος, στο οποίο έφθασα έπειτα από ταλαιπωρία. Ο εκεί υπάλληλος μου είπε ότι κακώς πήγα, γιατί το παράβολο μεταβίβασης είχε πληρωθεί σε τραπεζικό λογαριασμό που μας είχε υποδείξει ο Πειραιάς.

Σάββατο πρωί, το ΚΕΠ του Νέου Φαλήρου δεν λειτουργεί, το ΚΕΠ Καλλιθέας μας λέει ό,τι και το Σύνταγμα και επιστρέφω στο αρχικό ΚΕΠ. Τελική απόφαση του Πειραιά: μόνο από το υπουργείο Μεταφορών στη Λεωφόρο Μεσογείων μπορώ να εξυπηρετηθώ.

Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή ταλαιπωρίας; Υπάλληλοι που θέλουν να εργάζονται και δεν γνωρίζουν τη δουλειά τους; Ο συγκεκριμένος υπάλληλος έχει «μέσον»; Η αποκέντρωση του κράτους έτσι γίνεται;

Αθάνατη Ελλάδα, όσα Μνημόνια κι αν έλθουν, όσες τρόικες κι αν μας καταπιέζουν, όσο κι αν υποφέρει ο λαός, οι έχοντες μια θεσούλα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα θα είναι και θα συμπεριφέρονται σαν κοτζαμπάσηδες. Τώρα καταλαβαίνω γιατί έχεις μονίμως τα νεύρα σου.

Ευχαριστώ για την υπομονή σου, Νίκος Ταπεινός, Πειραιάς

Σσσσσσ, μη μιλάτε τις άγιες τούτες και χρονιάρες ημέρες, αγαπητέ Νίκο, για την έπαρση κάποιων δημοσίων υπαλλήλων μας που πηγάζει από το ότι κανείς δεν μπορεί να τους αγγίξει (αφού κάποιοι τους έχουν «φυτέψει» για να τους έχουν πιστούς ψηφοφόρους) ή να τους απολύσει, όσες τρόικες και αν βοούν. Και για το ότι κάποιοι από αυτούς, αλλά κυρίως οι συνδικαλιστάρες τους, λυμαίνονται τα δημόσια ταμεία με μικρο- και μεγαλοαπάτες, όπως αποδείχθηκε εσχάτως. Σσσσσ, αφήστε να ανεβαίνουν τον Γολγοθά της – αθρόας – ανεργίας και της – προϊούσας – ανέχειας μόνον οι του ιδιωτικού τομέα.