Λέγεται ότι το πρωτόλειο ενός συγγραφέα αναγγέλλει όλα τα θέματα και μοτίβα που θα τον απασχολήσουν στα επόμενα έργα του. Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι έτσι, αλλά μια εντυπωσιακή ένδειξη υπέρ αυτού αποτελεί το πρώτο, και ανέκδοτο ώς πρόσφατα, μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ» (Κέδρος). Γράφτηκε το 1959, αλλά η πηγή της έμπνευσης και ο αφηγηματικός χρόνος του τοποθετούνται δέκα χρόνια νωρίτερα, στο σχετικά σύντομο διάστημα που ο 18χρονος τότε Κουμανταρέας πέρασε στην Αγγλία (τον είχε στείλει εκεί ο πατέρας του για να μάθει αγγλικά, κυρίως όμως για ν’ αποφύγει τους κινδύνους του ελληνικού Εμφυλίου). Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από μια παρέα εφήβων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες σε μια αγγλική κωμόπολη. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από τον «Μένης» ή «Μινίς», όπως τον φώναζαν οι ξένοι φίλοι του, αποτυπώνει τις διάφορες μορφές που παίρνει η εφηβική δυσφορία των μελών της παρέας απέναντι στον άκαμπτα συντηρητικό, ψυχρό κόσμο των μεγάλων, την αμφιθυμία, τις ασύμβατες διαθέσεις, τις δυσκολίες αλληλοκατανόησής τους, τις τραυματικές τροπές αλλά και το εφήμερο των σχέσεών τους και, μέσα απ’ όλα αυτά, το τέλος της αθωότητας.

«Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ» έχουν αισθητές ομοιότητες με το πρώτο μέρος του πρόσφατου μυθιστορήματος του Τζούλιαν Μπαρνς «Ένα κάποιο τέλος», αν και στον Μπαρνς η προποπτική αποδεικνύεται διαφορετική. Δεν είναι μόνον ο τόπος και η εποχή που μοιάζουν αλλά, προπαντός, η συμπεριφορά των νεαρών ηρώων, οι αξεδιάλυτα αινιγματικές πτυχές του χαρακτήρα αρκετών από αυτούς και, ακόμη, το «βρετανικό» φλέγμα της γραφής. Πράγμα που υποδεικνύει τις βαθιές καταβολές της αγγλοσαξονικής συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας που διακρίνει τον ώριμο Κουμανταρέα. Η πιο ευχάριστη διαπίστωση είναι όμως ότι το πρωτόλειο αυτό, έστω και αν λάβουμε υπόψη ότι πέρασε αναδρομικά από μια κάποια επεξεργασία, είναι ένα (σχεδόν) ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, με πολλές από τις αρετές που θα έκαναν τον συγγραφέα του έναν από τους κορυφαίους πεζογράφους μας.

Το τέλος της αθωότητας, αλλά από διαφορετική σκοπιά, βρίσκεται στον θεματικό πυρήνα και του μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου «Το τρένο των νεφών» (Καστανιώτης). Σ’ ένα χωριό της Νότιας Αμερικής, κοντά στα σύνορα της Χιλής με την Αργεντινή, μεγαλώνει ένα ορφανό αγόρι, που του έχουν πει ότι ο άγνωστος πατέρας του είναι ένας έλληνας τυχοδιώκτης ονόματι Οδυσσέας. Σε ηλικία δέκα χρονών, ξεκινάει να τον αναζητήσει (έμμεση αναφορά στον Τηλέμαχο), και, συνοδευόμενο από μια μουγκή γυφτοπούλα, επιβιβάζεται με προορισμό τη θάλασσα στο «τρένο των νεφών» (υπάρχει όντως και ονομάζεται έτσι λόγω του πολύ μεγάλου υψόμετρου από το οποίο περνάει ένα κομμάτι της διαδρομής του). Κάθε φορά που ο ελεγκτής το οδηγεί σ’ ένα άλλο βαγόνι, το αγόρι μεγαλώνει κατά δέκα χρόνια και συναντάει ανάμεσα στους επιβάτες τα φαντάσματα ιστορικών προσώπων, οι συζητήσεις με τα οποία διαλύουν σιγά σιγά πολλές από τις παιδικές αυταπάτες του για τον κόσμο, αλλά και το βοηθούν ν’ αποκτήσει αυτογνωσία.

Ονειρικός ρεαλισμός, λοιπόν, σ’ αυτό το βιβλίο. Ή μαγικός ρεαλισμός, αφού βρισκόμαστε στην υποήπειρο που τον έκανε διεθνώς δημοφιλή. Η Φακίνου διαλέγεται με 17 συγγραφείς και 26 βιβλία της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, παρεμβάλλοντας αποσπάσματά τους στη δική της αφήγηση. Το κάνει πολύ επιδέξια, έτσι ώστε μόνο τα πλάγια γράμματα φανερώνουν ότι πρόκειται για δάνεια. Ίσως όμως το παιχνίδι αυτό να ήταν περιττό. Γιατί η Φακίνου, τόσο σ’ αυτό όσο και σε πολλά άλλα μυθιστορήματά της, κινείται η ίδια άνετα και φυσικά μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα. Αδικημένη από την κριτική, αλλά ώς έναν βαθμό και από τον εαυτό της, αυτή η συγγραφέας με τη ζωηρότατη μυθοπλαστική φαντασία και τη συχνά υποδόρια ειρωνεία μπορεί να θέλησε, μεταξύ άλλων, ν’ αποτινάξει τη ρετσινιά της ευκολογράφου μπεστσελερούς, υπογραμμίζοντας την επικοινωνία της με τη «σοβαρή» λογοτεχνία. Στο «Τρένο των νεφών» το λογοτεχνικό ένστικτό της την προφύλαξε από τον πειρασμό ν’ ακολουθήσει την πεπατημένη και ν’ αναθέσει την εξιστόρηση στο παιδί που πρωταγωνιστεί ή σ’ έναν εξωτερικό αφηγητή. Αντί γι’ αυτό, συνέθεσε την ιστορία του μέσα από τις αφηγήσεις μιας σειράς ενηλίκων, που υποτίθεται ότι υπήρξαν μάρτυρες διαφόρων τμημάτων της. Έτσι, το παραμύθι πήρε τη μορφή μιας πολλαπλά πιστοποιημένης ιστορίας, χωρίς να χάσει την παραμυθένια γοητεία του, που κλιμακώνεται μάλιστα στο δεύτερο μέρος.

Στο «Θυμάμαι», πρώτη εμφάνιση της 28χρονης Βασιλικής Πέτσα (Πόλις), η αθωότητα της εφηβείας δεν είναι καθόλου αθώα. Ή, σύμφωνα με την οπτική της συγγραφέως, εγκληματεί από ένα βίαιο ξέσπασμα εναντίον μιας σάπιας κοινωνίας. Η συγγραφέας φαίνεται να εμπνέεται από ένα πραγματικό περιστατικό, που συνέβη πριν από χρόνια. Δυο ανήλικα κορίτσια σκότωσαν έναν ηλικιωμένο άνδρα μέσα στο σπίτι του. Στο βιβλίο, οι λόγοι της πράξης τους μένουν ανεξιχνίαστοι, οι υποψίες ανεπιβεβαίωτες. Μέσα όμως από τις μαρτυρίες διαφόρων προσώπων σκιαγραφείται μια στατική, αποσαθρωμένη κοινότητα, με νοσηρές τις σχέσεις των μελών της και μια συνωμοσία σιωπής που προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα της ευπρέπειας. Η μεγαλύτερη από τις δύο κοπέλες και καθοδηγήτρια της άλλης εμφανίζεται ως ενσάρκωση ενός πνεύματος εξέγερσης εναντίον αυτού του ασφυκτικού περιβάλλοντος.

Η νουβέλα επαινέθηκε πολύ από την κριτική. Κατά τη γνώμη μου, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα δικαιολογούνταν. Το θέμα, όπως το προσεγγίζει η συγγραφέας, είναι τετριμμένο, το έχουν εξαντλήσει πολλά βιβλία και αρκετές ταινίες που προηγήθηκαν. Οι πολλαπλές μαρτυρίες δεν λειτουργούν όπως π.χ. στο μυθιστόρημα της Φακίνου, δεν συνιστούν δηλαδή πραγματικές αλλαγές της οπτικής γωνίας, αλλά προσθέτουν απλώς δευτερεύουσες λεπτομέρειες σε μια εικόνα που έχει πάρει από νωρίς το σχήμα της. Η κραυγαλέα χρήση των λέξεων «ελευθερία» (ως σύνθημα στον τοίχο) και «πνίγομαι» (ως κατάληξη ενός ποιήματος και του ίδιου του βιβλίου), χρήση που μάλλον τονίζει παρά κρύβει την αοριστία τους, είναι το μήνυμα της συγγραφέως. Η Πέτσα ενδιαφέρεται περισσότερο να καταγγείλει παρά να κατανοήσει.

Ας το αποδώσουμε προς το παρόν στο νεαρό της ηλικίας της, μόνιμο και βολικό προμηθευτή ελαφρυντικών για κάθε νεανική αμαρτία, αστοχία, υπερβολή ή σύγχυση.