Οσα προβλήθηκαν – τα περισσότερα «υπόλοιπα» από τα ράφια – και όσα απόμειναν, υποτίθεται, να συντονιστούν με το «πνεύμα» των ημερών αποδείχθηκαν ξένα προς αυτό.

Ακριβώς γι’ αυτό η ώρα που η εγχώρια τηλεόραση θα αρχίσει να αλλάζει, για να ξανασυναντήσει – ή ίσως να συναντήσει για πρώτη φορά ουσιαστικά – το ελληνικό κοινό και να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, πλησιάζει. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας διαφορετικός τηλεοπτικός «λόγος», ο οποίος δεν αφορά τη μορφή εκπομπών αλλά την αισθητική που αποπνέουν. Ειρωνεία, επιθετικότητα, άμετρος θαυμασμός προς αποδεδειγμένες πλέον ψευδοαξίες δεν έχουν σιγά σιγά θέση σε έναν κόσμο που αναζητά ουσιαστικές σχέσεις, που αισθάνεται ανακούφιση με την αποδοχή της διαφορετικότητας και όχι με τον κανιβαλικό χλευασμό της ή την ταπεινωτική εκδήλωση «φιλάνθρωπης» συναισθηματολογίας.

Επιλέξαμε δυο τηλεοπτικές στιγμές αυτών των ημερών, δυο τηλεοπτικά σποτ με πρωταγωνιστές «ήρωες της καθημερινότητας» των τηλεοπτικών σίριαλ, οι οποίοι καλούσαν το φιλοθέαμον να ενισχύσει με τον οβολό του το έργο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Στόχος να αγοραστούν φάρμακα για τους ανασφάλιστους.

Στο ένα σποτ ο τηλεοπτικός Βαγγέλης (Βασίλης Χαραμπόπουλος), καθισμένος σε ένα παγκάκι με τον αδελφό του Μπίλι (Μάκη Παπαδημητρίου), κοιτάει στο μπακαλόχαρτο που έχει γραμμένες τις καλές πράξεις και σημειώνει μια ακόμη. Να στείλει μήνυμα στο νούμερο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Το εξηγεί και στον αδελφό του που μασουλάει αμέριμνος το αγαπημένο του σουβλάκι.

Μια στιχομυθία μέσα στο κλίμα της σειράς «Με λένε Βαγγέλη» σαν να πρόκειται για μια ακόμη σκηνή ενός από τα επεισόδια. Ταυτοχρόνως όμως και ένα παράδειγμα, μικρό έστω, μιας διαφορετικής τηλεόρασης, μιας διαφορετικής αφήγησης του κόσμου, όπου οι ήρωες ξεφεύγουν από το σύνηθες κλειστοφοβικό, ναρκισσιστικό κλίμα των καθιερωμένων κωμικών ελληνικών σειρών και απευθύνονται στον κόσμο. Στο ίδιο κλίμα, σαν σκηνή από τη σειρά «Πίσω στο σπίτι», και το σποτ με την Καβογιάννη που αναζητεί τα χάπια της και με αυτή την αφορμή θυμάται την προσφορά στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και την προτείνει στο κοινό.

Εχουμε καταναλώσει από την εποχή του αλήστου μνήμης «Ρετιρέ» μέχρι το καλτ «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» πλήθος σεναρίων που διακωμωδούν τα μικροαστικά ήθη, τον εσωτερικό μικρόκοσμο οικογενειών και γειτόνων με τις μικρομπαγαποντιές, τις απιστίες, την επιδειξιομανία του Νεοέλληνα. Καταναλώσαμε πολύ από τον «χαριτωμένο» εαυτό μας, τον σαρκάσαμε, εκτονωθήκαμε και απενοχοποιηθήκαμε για καθημερινά, ανταγωνιστικά ήθη που περήφανους δεν μας έκαναν, αλλά τα καταχωρίζαμε διά του τηλεοπτικού τους εξαγνισμού στις «αθώες» υπερβολές του νεοελληνικού πνεύματος.

Αποδείχθηκε ότι ήταν μια τηλεόραση που δεν ανοίγεται στον μέλλον, στις αλλαγές της κοινωνίας. Μια τηλεόραση που δεν κατάφερε να προτείνει τίποτα καινούργιο. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ήταν σαν κακή αναπαραγωγή χαρακτήρων και καταστάσεων του παλιού, ασπρόμαυρου ελληνικού σινεμά.

Είναι καιρός για νέο τηλεοπτικό «πνεύμα» που θα καλλιεργεί ήθη σύγχρονα, της προσφοράς και της ανοχής. Για τηλεόραση η οποία θα γίνει όπλο όχι για την παραγωγή παραπολιτικού «υλικού» που συντηρεί την ιδεολογικοπολιτική θολούρα – και από αυτό παράγεται ήδη πολύ – αλλά κοινωνικού υλικού που θα εμπεριέχει τα μηνύματα του νέου κόσμου της αλληλεγγύης.

Επιμένουμε στην αισιοδοξία, με τη βαθύτατη πεποίθηση ότι η τηλεόραση θα αλλάξει. Είναι περισσότερο αίσθηση παρά συμπέρασμα που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Ισως μόνο σε ενδείξεις. Αλλά κατά τη διάρκεια της φετινής εορταστικής περιόδου έγιναν περισσότερο παρά ποτέ εμφανείς οι αδυναμίες της σημερινής τηλεόρασης, που φτιάχτηκε βιαστικά με ακραίες βλαχομπαρόκ «συνταγές» για να μαγέψει ένα άμαθο από τηλεοπτικά τερτίπια πλήθος, και πλήρωσε πανάκριβα πρόσωπα τα οποία αποδεικνύονται χωρίς διάρκεια και χωρίς αντοχή στα δύσκολα. Οχι γιατί δεν υπήρξαν συνεπή στο είδος της τηλεόρασης που κλήθηκαν να υπηρετήσουν, αλλά γιατί αποδεικνύεται ότι δεν γνωρίζουν ή δεν αναγνωρίζουν κανένα άλλο.