Ακόμη και σήμερα δέχομαι συλλυπητήρια από πολύ κόσμο για τον «αδελφό» μου Χρήστο Λαμπράκη. Λόγω συνωνυμίας πολλοί πίστευαν ότι είμαστε συγγενείς. Είμαστε «συγγενείς» εν πνεύματι και φίλοι θερμοί και τα συλλυπητήρια τα δέχομαι αδιαμαρτύρητα. Γιατί δεν έχω πάψει να θρηνώ την απώλεια ενός ανθρώπου σπάνιου και ενός τρυφερού και αφοσιωμένου φίλου.

Τον Χρήστο Λαμπράκη τον πρωτοσυνάντησα το 1986, όταν άρχισα να συνεργάζομαι τακτικά με το «Βήμα». Αργότερα, γίναμε φίλοι. Θαύμαζα απεριόριστα τις οικουμενικές του γνώσεις, που κάλυπταν όλο τον ορίζοντα του πνεύματος, και ιδιαίτερα τον χώρο της μουσικής και της τέχνης. Ηταν ικανός να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου για μια μουσική παράσταση και σ’ ένα μικρό χωριό της Ιταλίας για να δει μια έκθεση ενός «άγνωστου» ζωγράφου της Αναγέννησης. Το πάθος του για τη μουσική και για την παιδεία του ελληνικού λαού μάς άφησε κληρονομιά αυτό το απίστευτο για την ελληνική πραγματικότητα θαύμα, που λέγεται Μέγαρο Μουσικής και που ευτυχώς συνεχίζει τη λειτουργία του όπως εκείνος την οραματίστηκε.

Ο μεγάλος εκδότης, ο άνθρωπος της πολιτικής εγρήγορσης και πράξης έκρυβε πίσω από μιαν αυστηρή persona δύναμης, έναν υπερευαίσθητο άνθρωπο, τρυφερό και συμπονετικό. Κυκλοφορούσε πάντοτε πεζός, ντυμένος απλά και η πέτσινη θήκη που είχε στη ζώνη του δεν έκρυβε κανένα όπλο αυτοπροστασίας, αλλά κεχρί για τα πουλιά που συναντούσε στον δρόμο του από την εφημερίδα προς το Μέγαρο Μουσικής.

Ο Χρήστος Λαμπράκης φώτισε και σφράγισε την πνευματική ζωή του τόπου μας δημιουργώντας ένα πρότυπο που το έχουμε ανάγκη σήμερα περισσότερο από ποτέ.