Αν θέλεις να πάρεις τα πράγματα από την αρχή, θα βρεθείς να διασχίζεις τους μοναχικούς δρόμους που οι ραγισμένες καρδιές οδηγούν εκεί που ο Χανκ Γουίλιαμς τραγουδάει «I’ m so lonesome Ι could cry». Ο πρώτος μοναχικός τροβαδούρος, και ένας ποταμός από συναίσθημα. Ολα αυτά ιδανικά τακτοποιημένα σε μια ποιητική βόμβα ανυπολόγιστης έντασης. Εξι δεκαετίες πριν.

Η ζωή δεν στάθηκε καλή με τον Γουίλιαμς. «Ι’ ll Never Get Out Of This World Alive» («Από τούτο τον κόσμο ζωντανός δεν θα βγω») – τραγουδούσε και λίγο μετά, στο πίσω κάθισμα μιας Κάντιλακ που τον πήγαινε για να παίξει στο Κάντον του Οχάιο, ο Χανκ άφησε την τελευταία του πνοή. Στα 29 του χρόνια – η ασθενική του κράση και το αλκοόλ τον νίκησαν, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1953.

Ο Στιβ Ερλ είπε κι αυτό: «Θα έχετε ακούσει τις ιστορίες για τον Ελβις, ότι κατέβαινε στην Beale Street (δηλαδή ότι πήγαινε εκεί, μάθαινε τα μπλουζ και τα γκόσπελ από τους μαύρους). Ο Ελβις δυο ανθρώπους όμως μιμούνταν: τον Χανκ Γουίλιαμς και τον Γουόλι Φόουλερ από τους The Oak Ridge Boys». Τα τραγούδια έτσι πέρασαν κάτω από το δέρμα, στο DNA της τραγουδοποιίας, για να σηκώσουν το βάρος των καιρών. Ώς και σήμερα.

Ωσπου σήμερα βγαίνουν στην επιφάνεια τα χαμένα τετράδιά του – «Lost Notebooks» (αυτά που κουβαλούσε ο Χανκ στο βαλιτσάκι του) μια περίπλοκη ιστορία όπως ο ίδιος ο θρύλος, με στίχους, σημειώσεις και σχέδια που ίσως έκανε κάποτε τραγούδια.

Θαμμένα κάτω από τη σκόνη, τώρα, χρειαζόταν κάποιοι ειδικοί να τους δώσουν πάλι ζωή. Ο Ντίλαν, που αγαπούσε ιδιαίτερα τον Χανκ και πάντα αναφερόταν στο πόσο τον έχει επηρεάσει, ήταν ο πρώτος που έπιασε δουλειά στο πρότζεκτ. Μαζί του και άλλοι που το ύφος της δουλειάς τους και οι επιρροές τους είναι εκεί κοντά. Ο Αλαν Τζάκσον, η Νόρα Τζόουνς, ο Τζακ Γουάιτ, η Λουσίντα Γουίλιαμς, ο Βινς Γκιλ με τον Ρόντεϊ Κράουγελ, η Πάτι Λόβλες, ο Λίβον Χελμ, ο μικρός Ντίλαν (ο Τζέικομπ) και ο μεγάλος που λέει το «The Love That Faded» έβαλαν τη μουσική. Και τα τετράδια του Χανκ έγιναν τραγούδια. Από αυτά που μεταφέρουν τη συγκίνηση όπως λέει ο «θείος Μπομπ»: «Οταν ακούω τον Χανκ να τραγουδάει, κάθε κίνηση σταματάει. Ο παραμικρός ψίθυρος είναι ιεροσυλία».