Ο πρώτος έλληνας πολιτικός που έδωσε το όνομά του σε νόμο ήταν ο Αναστάσης Πεπονής. Ο νόμος 2190/94 έμεινε στην ιστορία ως «νόμος Πεπονή» και καθιέρωσε για πρώτη φορά στη διαδρομή του ελληνικού κράτους αξιοκρατικό σύστημα για τις προσλήψεις στο Δημόσιο. Ηταν νομοθέτημα που εκπόνησε και επέβαλε σχεδόν μόνος. Και το υπερασπίστηκε με την παραίτησή του, όταν σε εφημερίδα αναφέρθηκε ότι παρά τον νόμο συνεχίζονταν οι προσλήψεις από το παράθυρο. «Αν δεν παραιτηθώ ο νόμος δεν στέκεται» είπε στον Ανδρέα Παπανδρέου που προσπάθησε να τον αποτρέψει. Κανείς άλλος δεν το έκανε ποτέ.

Ο «νόμος Πεπονή» καταγράφηκε ως γενναία απόπειρα απελευθέρωσης του πολιτικού συστήματος από τα δεσμά του. Ο βουλευτής έπαψε να αισθάνεται τον ψηφοφόρο να τον τραβάει από το μανίκι. Ηταν ίσως η πιο σημαντική ως εκείνη τη στιγμή πράξη εκσυγχρονισμού της

Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Και πάντως μια αυτοκαθαρτήρια πολιτική απόφαση για το ΠΑΣΟΚ. Οι ψηφοφόροι του οποίου εκδικήθηκαν: το 2000 ένας πιο σημαντικούς πολιτικούς της μεταπολίτευσης έμεινε εκτός Βουλής. Ετσι έκλεισε μια αξιοθαύμαστη πολιτική διαδρομή που άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από τη νεολαία Πλαστήρα, συνεχίστηκε με τους δύο Παπανδρέου για τρεις δεκαετίες και έκλεισε επί των ημερών του Κώστα Σημίτη.

Σε όλες τις περιόδους ο Πεπονής υπήρξε αυτόνομο μέγεθος συνέπειας και ήθους. Υποδειγματικός ως υπουργός, τυπικός, απόλυτος, δύσκολος πολλές φορές, αλλά δίκαιος και ακέραιος. Το βράδυ των εκλογών του 1993 που έφεραν εκ νέου τον Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση, τα στελέχη του

ΠΑΣΟΚ ανέβηκαν στην Εκάλη για να γιορτάσουν τη νίκη. Κάποια στιγμή ο Ανδρέας του είπε: «Σάκη, θα πας πρόεδρος της Βουλής». Με ψυχραιμία ο Πεπονής τον ρώτησε:

«Ο Αλευράς το ξέρει;». Θεωρούσε αδιανόητο να τον διαδεχθεί χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως.

Η προεδρία κατέληξε στον Απόστολο Κακλαμάνη. Ο Πεπονής είχε ανοικτούς λογαριασμούς μαζί του. Αλλά πάντα του αναγνώριζε ότι καλύτερος διάδοχος του Αλευρά δεν θα υπήρχε.

Ο Πεπονής πάντως το είχε παράπονο ότι στην οικουμενική κυβέρνηση του 1989 προτιμήθηκε ο Κ. Σημίτης, που είχε τηρήσει εχθρική στάση απέναντι στον βαλλόμενο πανταχόθεν Παπανδρέου, και παραγκωνίσθηκε ο ίδιος που τον υποστήριξε με αφοσίωση. Με τον Κ. Σημίτη δεν τα πήγαν ποτέ καλά, αν και συνυπήρξαν ευπρεπώς στο Εκτελεστικό Γραφείο και στο τραπέζι του Υπουργικού Συμβουλίου. Την περίοδο που καταρτιζόταν ο νόμος για τις προσλήψεις ο Κ. Σημίτης ως υπουργός Βιομηχανίας του πρότεινε μια ρύθμιση για τους συμβασιούχους της ΔΕΗ, έξω από το πνεύμα του νόμου. Για να μη διαταράξει το κλίμα στην κυβέρνηση, ο Πεπονής κατέφυγε σε μια έξοχη κοινοβουλευτική μανούβρα: συμπεριέλαβε τη ρύθμιση αλλά όχι ως παράγραφο σε άρθρο ούτε και ως άρθρο: την έβαλε ανάμεσα σε δυο άρθρα – ως 28α – και κατ’ αυτόν τον τρόπο εξέθεσε τον εμπνευστή της. Ως Πρωθυπουργός ο Κ. Σημίτης τον κράτησε στο υπουργείο Υγείας, αλλά στον πρώτο ανασχηματισμό τον απομάκρυνε, μάλλον άκομψα. Οπως διηγείτο ο ίδιος, του τηλεφώνησε η… γραμματέας του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Τάσου Μαντέλη. Αλλά προτού του ανακοινώσει οτιδήποτε την έκοψε: «Κυρία μου, το άκουσα προ ολίγου στο ραδιόφωνο».

Τον Ιανουάριο του 1996, κατά την εκλογή διαδόχου του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Πεπονής σχεδίαζε να ψηφίσει στον πρώτο γύρο τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο. Μαζί με τον Αντώνη Λιβάνη ήταν τα πρόσωπα με τα οποία είχε συνδεθεί περισσότερο από κάθε άλλον στην περίοδο της χούντας. «Με τον Αντώνη ήμασταν δεμένοι με τις ίδιες χειροπέδες το 1967» έλεγε. Ξημερώματα αποφάσισε να ψηφίσει τον Ακη Τσοχατζόπουλο «για να μην τσαλακωθεί». Μέσα του πίστευε ότι ικανοποιούσε μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλά στον δεύτερο γύρο ψήφισε τον… Σημίτη «γιατί έτσι θα κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές».

Με τον Ανδρέα ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά συνδέονταν στενά. Ο Πεπονής υπήρξε στενός φίλος του Λουκή και της Σύλβας Ακρίτα και στο σπίτι τους τον συνάντησε για πρώτη φορά. Τον εντυπωσίασε η ευγένειά του, όταν μετά το δείπνο προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει την οικοδέσποινα στο μάζεμα του τραπεζιού. Ως τον φοβερό Ιούλιο του 1965 – όταν ο Πεπονής αρνήθηκε να πειθαρχήσει στις απαγορεύσεις των Αποστατών και μετέδωσε το μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου – ήταν αφοσιωμένος στον Ανένδοτο Αγώνα. Αλλά απέφευγε τη δημοσιότητα. «Αν είσαι μάνα και πονείς πες μου ποιος είναι ο Πεπονής» έγραψε περιπαικτικά μια εφημερίδα, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της κρατικής ραδιοφωνίας.

Το 1967 εξορίστηκε κατ’ επανάληψη και αναδείχθηκε μορφή της εσωτερικής αντίστασης στη χούντα. Αλλά το 1974 προτίμησε να παραμείνει στην Ενωση Κέντρου. Στο

ΠΑΣΟΚ προσχώρησε τις παραμονές των εκλογών του 1977 και εξελέγη στην Α’ Αθήνας, που τον έστελνε στις Βουλή ανελλιπώς ως το 2000. Μετά την αποτυχία του αποσύρθηκε – αν και το όνομά του συζητήθηκε δύο φορές για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τα τελευταία χρόνια περιορίσθηκε σε συζητήσεις με έναν στενό κύκλο προσώπων όπως ο Διαμαντής Πεπελάσης, ο Αντώνης Λιβάνης, ο Τάκης Ρουμελιώτης, ο Δημήτρης Τσάτσος και ο Γιάννης Καψής.