Μπορεί κανείς να αρνηθεί λογικά ότι ζούσαμε για χρόνια με δανεικά, ότι συγχρόνως ξοδεύαμε πολύ περισσότερα από όσα βγάζαμε και ότι δημιουργήσαμε έτσι μεγάλα ελλείμματα και τεράστιο χρέος, το οποίο είμαστε σήμερα ανήμποροι να πληρώσουμε; Οσοι δεν συμμερίζονται αυτή την αυτονόητη πραγματικότητα και προσχωρούν στη συνθηματολογία του «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω» κάνουν στη χώρα πολλαπλό κακό. Πρώτον, νομιμοποιούν και διαιωνίζουν τη δημοσιονομική ασυδοσία που εγκυμονεί ακόμα χειρότερες μέρες. Δεύτερον, τοποθετούν στο απυρόβλητο την ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, που αποτελείται είτε από αναξιοποίητα ακίνητα που ερημώνουν, είτε από εταιρείες σπάταλες και μη ανταγωνιστικές που πίνουν το αίμα του ιδιωτικού τομέα. Τρίτον, οδηγούν την Ελλάδα στον δρόμο της πλήρους αναξιοπιστίας που θα την καταστήσει παρία της διεθνούς κοινότητας. Οι φωνές αυτές, που επικρατούν δυστυχώς και μέσα στο κίνημα των δίκαια αγανακτισμένων πολιτών, κρατούν τη χώρα φυλακισμένη στις αγκυλώσεις της και ουσιαστικά εναντιώνονται σε κάθε μεταρρύθμιση και αλλαγή. Είναι οι σειρήνες της ακινησίας και της οπισθοδρόμησης.

Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο δύσκολος δρόμος της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και εξυγίανσης, της διαφανούς και επωφελούς αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου και της δραστικής μείωσης του χρέους της χώρας, που θα τη φέρουν πάλι σε τροχιά στερεής και βιώσιμης ανάπτυξης. Τον δρόμο αυτόν χαράζει η δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο που τη συνοδεύει. Το μεν δάνειο από τους εταίρους μας αποτρέπει μια βίαιη πτώχευση με τραγικές συνέπειες για όλους τους Ελληνες και ιδιαίτερα για τους πλέον ευάλωτους, το δε Μνημόνιο επιβάλλει τους όρους εκείνους – δημοσιονομικούς και διαρθρωτικούς – που, εφόσον πληρωθούν, θα επιτρέψουν την επάνοδο της χώρας στην κοινότητα των εύτακτων κρατών του ανεπτυγμένου κόσμου.

Ετσι θα έπρεπε να είχαμε δει εξ αρχής το ζήτημα. Αντ’ αυτού, τι πράξαμε; Η μεν κυβέρνηση, εξ ανάγκης και όχι εκ πεποιθήσεως, εφάρμοσε, εκούσα άκουσα, την πολιτική αυτή. Ολοφυρόμενη και συντετριμμένη, ζητώντας συγγνώμη για τα βάρη που επιβάλλει άθελά της στους πολίτες. Η αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμα χειρότερα, πολέμησε και πολεμά ανοιχτά την πολιτική αυτή γιατί δεν αποτελεί αξιόπιστη λύση στα προβλήματα του τόπου, γιατί υπάρχουν δήθεν καλύτερες και αποτελεσματικότερες πολιτικές που θα οδηγούσαν, ως διά μαγείας, σε άμεση εξομάλυνση της κατάστασης. Επιδίδεται, με τον τρόπο αυτόν, σε άκρατο λαϊκισμό, χαϊδεύοντας τα αυτιά ενός κόσμου που βλέπει να ψαλιδίζονται προνόμια και παροχές δεκαετιών χωρίς να θέλει να σκεφθεί και να αποδεχθεί τα πραγματικά αίτια της κατάρρευσης. Και η Αριστερά βρίσκεται στον κόσμο της, επαγγελλόμενη είτε την αποδέσμευση από την Ευρώπη και τον παράδεισο της κομμουνιστικής κοινωνίας, είτε τα αγαθά της διαγραφής του χρέους και της διατήρησης του στάτους κβο. Κατά κάποιον τρόπο, το σύνολο του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα αρνείται να κοιτάξει την κρίση κατάματα και να την αντιμετωπίσει ρεαλιστικά. Προτιμά να την ξορκίζει, αντί να μάχεται για την υπέρβασή της.

Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο συνιστά πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας και ανάταξης του παραγωγικού της δυναμικού. Το μόνο κρίμα είναι ίσως ότι δεν το επεξεργαστήκαμε και δεν το εφαρμόσαμε οι ίδιοι, αλλά αφεθήκαμε να μας το επιβάλουν οι εταίροι μας, προκειμένου να μας διασώσουν και να διασωθούν, βέβαια, και αυτοί, στο σημερινό αλληλοεξαρτώμενο παγκοσμιοποιημένο σύστημα.

Είχαμε πολλές ευκαιρίες να το πράξουμε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Από το 1981, που μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ, αφήσαμε να περάσουν τέσσερα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (πάνω από 100 δισ. ευρώ) χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κατασπαταλήσαμε το μεγαλύτερο μέρος του πακτωλού αυτού σε αλόγιστο καταναλωτισμό, μετατρέψαμε τους αγρότες μας σε δημοσίους υπαλλήλους και εμπεδώσαμε τη διαφθορά μέσω ενός πελατειακού συστήματος διανομής των πόρων. Το δειλό εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της τετραετίας 1996-2000 πνίγηκε και αυτό μέσα στην περιρρέουσα επικρατούσα ατμόσφαιρα. Οι όροι του Μνημονίου, που θα μπορούσαν να είχαν υλοποιηθεί σταδιακά και ομαλά σε συνθήκες συνεχούς αύξησης του ΑΕΠ με ρυθμούς κοντά στο 5% ετησίως, οφείλουν να πραγματοποιηθούν σήμερα τάχιστα και βίαια μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς ύφεσης. Ας θυμηθούμε το σχέδιο Γιαννίτση για την κοινωνική ασφάλιση και τις προσπάθειες της σημερινής κυβέρνησης για το ίδιο ζήτημα. Οι χαμένες ευκαιρίες καθιστούν τα πράγματα ακόμα δυσκολότερα. Αν δεν πραγματοποιηθούν τώρα οι αλλαγές αυτές, το μέλλον θα είναι ακόμα πιο ζοφερό. Γιατί, πρέπει να κατανοήσουμε και το εξής: ανάπτυξη χωρίς σταθεροποίηση δεν είναι δυνατή, παρά τα όσα λέγονται στα τηλεοπτικά παράθυρα από αυτοσχέδιους πολιτικολογούντες οικονομολόγους και οικονομολογούντες πολιτικάντηδες. Το προαπαιτούμενο της δημοσιονομικής σταθεροποίησης απαιτεί θυσίες από όλους. Και βέβαια, θα ήταν δικαιότερο να πληρώσουν περισσότερα όσοι συνέβαλαν καθοριστικότερα στο σημερινό αδιέξοδο, ώσπου όμως να βρεθούν και να λογοδοτήσουν, θα υποφέρουμε όλοι.

Η πρόσφατη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος δημιουργεί κάποιες ελπίδες. Σκιαγραφεί τις αναγκαίες περιστολές του βιοτικού μας επιπέδου σε βάθος τετραετίας και διαγράφει τις αναγκαίες αντίστοιχες διαρθρωτικές αλλαγές, που θα καταλήξουν – εφόσον υλοποιηθούν – στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στην επαναφορά της σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Ανοίγει επίσης τον δρόμο για μια νέα δανειακή σύμβαση που θα μας επιτρέψει να σταθούμε στα πόδια μας για όσον χρόνο δεν μας εμπιστεύονται οι αγορές. Πρόκειται για άκρως φιλική χειρονομία, την οποία οφείλουμε να τιμήσουμε. Οι κερδοσκόποι και οι τοκογλύφοι ποντάρουν στη συνεχή και εντεινόμενη αδυναμία των οφειλετών προκειμένου να τους θέτουν ολοένα επαχθέστερους όρους. Οι εταίροι μάς δανείζουν με 4% όταν οι αγορές μάς ζητούν πάνω από 15% και μας υποβάλλουν συγχρόνως σε επώδυνη μεν αλλά σωτήρια θεραπευτική αγωγή που εξαλείφει προοπτικά τις αδυναμίες μας. Στον δρόμο αυτόν, θα βοηθούσε σίγουρα η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και η αναμόρφωση του πολιτικού μας συστήματος. Αυτά είναι όμως μια άλλη ιστορία.

Ας αντιστρέψουμε, επομένως, την κρατούσα συνθηματολογία. Ας παραδεχτούμε ότι χρωστάμε και ότι πουλάμε (αλλάζουμε) για να πληρώσουμε. Οπωσδήποτε, θα αισθανθούμε καλύτερα!

Ο Ξενοφών Γιαταγάνας είναι επιστημονικός διευθυντής του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών (ΕΚΕΜΕ) και πρώην νομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής