Τορπίλη σε µία από τις βασικές διατάξεις του νόµου για τις φοροδίκες – εξπρές, που συνδέεται άµεσα µε την αύξηση των δηµοσιονοµικών εσόδων, βάζει απόφαση του ∆ιοικητικού Εφετείου Αθηνών. Το δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντισυνταγµατική η αυστηροποίηση του πλαισίου χορήγησης αναστολής, που θεσµοθετήθηκε πρόσφατα µε στόχο να µη συνεχιστεί το καθεστώς αδυναµίας είσπραξης µέρους των οφειλετών έως την οριστική δικαστική εκκαθάριση φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων.

«Οι δηµοσιονοµικοί και ταµιευτικοί σκοποί του ∆ηµοσίου δεν αποτελούν λόγους δηµοσίου συµφέροντος, οι οποίοι αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής», αναφέρουν µεταξύ άλλων στο σκεπτικό τους οι δικαστές. Αξίζει να σηµειωθεί ότι το υπουργείο ∆ικαιοσύνης µε τον νόµο (3900/2010) για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης έφερε µία σειρά από αλλαγές για να επιτευχθεί η ταχύτερη είσπραξη οφειλών από το κράτος, καθώς η επί µακρόν εκκρεµοδικία χιλιάδων τέτοιων υποθέσεων έχει ως συνέπεια τη στέρηση σηµαντικών ποσών από το δηµόσιο ταµείο.

Μία από αυτές τις ρυθµίσεις αφορούσε την αυστηρότερη χορήγηση αναστολής σε οφειλέτες για ποσά που υπερβαίνουν τις 150.000

ευρώ, θέτοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση την πρόδηλη βασιµότητα του ένδικου µέσου της έφεσης που έχει ασκήσει ο φορολογούµενος αµφισβητώντας το χρέος του.

Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε την επίµαχη διάταξη αντισυνταγµατική θεωρώντας ότι θίγει τον στενό πυρήνα των ατοµικών δικαιωµάτων που προστατεύονται από το Σύνταγµα και την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ∆Α). Και προσθέτει ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται εκτός από τη βασιµότητα της έφεσης που θα κρίνει επί της ουσίας την οφειλή και το γεγονός αν µε πληρωµή τµήµατος του χρέους επέρχεται στον φορολογούµενο ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιµη βλάβη.

Η υπόθεση µε την οποία τέθηκε επί… έδρας η συγκεκριµένη διάταξη αφορά σε επιχειρηµατία, ο οποίος εµφανίζεται να οφείλει συνολικά στο ∆ηµόσιο µαζί µε τις προσαυξήσεις περίπου 1,5 εκατοµµύριο ευρώ για τα οικονοµικά έτη 1993-2000. Με απόφαση της ∆ΟΥ Κηφισιάς κλήθηκε να πληρώσει µέρος της οφειλής του ανερχόµενο σε 347.380,38

ευρώ. Ο ίδιος προσέφυγε στη ∆ικαιοσύνη ζητώντας να ανασταλεί η απόφαση µέχρις ότου κριθεί από το Εφετείο η φορολογική διαφορά που εκκρεµεί. Βγήκε µάλιστα κερδισµένος καθώς το δικαστήριο αποφάσισε ότι η πληρωµή, έστω µέρους του χρέους, θα θέσει σε άµεσο κίνδυνο τη δυνατότητά του να καλύψει στοιχειώδεις ανάγκες για τον ίδιο και την οικογένειά του.