Κρατάει πολύ αυτή η κηδεία. Σε όλα τα µίντια, σε όλα τα µάτια βλέπεις αυτό το αργό θάψιµο παρελθόντος, παρόντος και µέλλοντος. Σαν να καταχωνιάζεις όλη τη ζωή σου εδώ στην πιο βαθιά τάφρο. Ολοι περιφέρονται σαν σε αίθουσα αναµονής νοσοκοµείου κοιτάζοντας βαµµένους τοίχους, λερωµένα παράθυρα και πλαστικά φυτά γκρίζα από τη σκόνη.

ΟΘάνατοςκυκλοφορεί στους δρόµους µέρα µεσηµέρι ελεύθερα εντός δακτυλίου. Προσπαθώ να µπω στο θέατρο. Πρώτεςµέρες της άνοιξης. Ηλιοςχαρά Θεού.

Το ταξί δεν ανεβαίνει. Η Μενάνδρου είναικλειστή. Ενα νοσοκοµειακό κίτρινο – µίσος έχει σταµατήσειτην κυκλοφορία (εγώ ακούω ανθοφορία). Το κόβω µε το πόδι. Λίγο πριν φτάσω στην πόρτα του ταµείου, βλέπω µια γυναίκα ντυµένη στα µαύραστα σκαλιά απέναντι, ακίνητη, τα µάτια νεκρά. Ενας άντρας, δεν είναι κόκκινο µαντίλι στον λαιµό του, είναι αίµα, φωνάζει κάτι που δεν καταλαβαίνω, αλλά είναισαν να εννοεί τα πάντα. Χτυπιέται από τοίχο σε τζάµι σαν το πουλί τοκαλοκαίρι σ’ ένα σπίτι κι όλα τα παράθυρα κλειστά. Κάνω πως δεν βλέπω. Τρέχω. Κόσµος πολύς. Αλλες φυλές. Κάποιοι έχουν τα κινητά µπροστά στα ακίνητά τους µάτια και βιντεογραφούνε το αίµα.

Φτάνω στην πόρτα του ταµείου. Κλειστή. Βγαίνω στην Αγίου Κωνσταντίνου. Η εκκλησία φασκιωµένη µε γκρίζεςλινάτσες ξεφτισµένες χρόνια τώρασαλεύουν στον αέρα, σάβανα αναστήλωσης. Θυµάµαι χωρίς κανέναν λόγο, ή ίσως γιακάποιον ιαµατικό, τον Μινωτή να ακούει τις καµπάνες Κυριακή των Βαΐων από την εκκλησία απέναντι. Κόσµος να µπαίνει στον ναό, κι εκείνος: «Αυτόθα πει σουξέ. Κοντά δύο χιλιάδεςχρόνια πάνταφίσκα. Και µε το ίδιο έργο, ε;». Μπαίνω στη σκηνή. Τα αγόρια στο πιάνο τραγουδούν «Η σαΐτα του ρίχτηκε µακριά». Τα κορίτσια τροµαγµένα, γιατί είδαν το κακό, η Σοφία: «Σταµάτη, το είδες;» «Τι ήθελες, βρε παιδί µου, από εκεί; Εσύ µπαίνεις πάντα από Κουµουνδούρου». Τη ρωτάνε, ήταν Ελληνες; Ξένοι; «Οχι», λέει, «Ελληνεςήτανε, τουλάχιστον αυτός που φώναζε έλεγε “Ηδονίστρια”. “Ηδονίστρια”έλεγε».

–Βρε Σοφία µου, είναι δυνατόν ένας να µαχαιρώνει και να λέει ηδονίστρια;

–Κι όµως, Σταµάτη µου, το αίµα. Το αίµα ξυπνάει µέσα σου ακόµα και πράγµατα που δεν ξέρεις, λέξεις που αγνοείς. Οι άλλοι λένε: «Ξένοι θα ‘τανε, αλλοδαποί».

Η πρόβα σαν ζαλισµένη. Το βράδυ σπίτι βλέπω τον Στρος- Καν ντυµένοτην πορτοκαλιά φόρµα του αµερικανού κρατούµενου να µπαίνει στη φυλακή και σε παράθυρο ένας σαν ψυχαναλυτής – ψυχίατρος να λέει: «Μα στην Αµερική υπάρχουν κλινικές αποτοξίνωσης από το σεξ». Φαίνεται εκεί το θεωρούνε το σεξ τοξικό. Μετά ακούω έναν σαν παρουσιαστή, αλλά όχι ακριβώς, περίπου, να ανακοινώνει ότι χρειάζεται η συναίνεση και της αντιπολίτευσης για να δοθεί η επόµενη δόση του δανείου.

Πιο δίπλα µια κυρία, που τα καλοκαίρια στολίζει µε την παρουσία της κότερα γνωστών της και τον χειµώνα τηνπιάνει τογλυκύ τηςκαι αφιερώνεται στην τέχνη, µιλάει αναιδώς περί ποιήσεως και φονταµενταλισµού. Στο µαξιλάρι ένα κεντηµένο τριαντάφυλλο, ίδιο αίµα στο λαιµό. ∆εν µε βλέπω νακοιµάµαι.

Το παίρνω απόφαση. Θα κρεµαστώ από την πανσέληνο, θαψάξω να βρω και µιαµνήµη παλιά, που τη φυλάω γιαώρα ανάγκης…Είµαι στη Σαλαµίνα, καλοκαίρι στηθάλασσα. Κι άλλα παιδιά. Μπάνιονυχτερινό φωτισµένο από το φως του φεγγαριού. Στο νερό µέχρι τον λαιµό. Με το µεγάλο δάχτυλο του ποδιού ψάχνουµε για µια µικρήτρυπούλα στην άµµο. Μόλιςτη βρίσκουµε σκάβουµε…και να… Βγάζουµε από µέσα της µια µικρή,λευκή αχιβάδα…