Πέφτοντας θύµα της επιτυχίας του, το διάσηµο γλυπτό αποτέλεσε λεία των µεγαλύτερων πλαστογράφων της Ευρώπης και κυρίως των ΗΠΑ και της Ασίας
Τι µπορεί νασκέφτε ται άραγε«Ο Σκεπτόµενος»; Μόνο ο Ογκίστ Ροντέν θα µπορούσε να µας αποκαλύψει το µυστικό του. Με το πιγούνι να ακουµπά στο δεξί του χέρι, ο άνδρας µοιάζει να βασανίζεται από κάποιο τροµερό δίληµµα. Η σωµατική του δύναµη, την οποία µπορεί να διαπιστώσει κανείς χάρη στο αντάξιο του Μιχαήλ Αγγέλου µυϊκό του σύστηµα, είναι ίση µε τα εσωτερικά του βάσανα. Ολη του η δύναµη προέρχεται από τη συγκρατηµένη βία της αγωνίας που ταλανίζει την ψυχή του.

Ηταν αυτό το έργο, ένα από τα πιο αινιγµατικά ολόκληρης της καριέρας του Ροντέν, που τον έκανε διάσηµο.

Τόση ήταν η επιτυχία του που έχει αναπαραχθεί σε όλα τα δυνατά µεγέθη και µε κάθε πιθανό υλικό (ακόµη και µε ρητίνη για να πωληθεί ως µπρελόκ ή ως σουβενίρ για τους επισκέπτες του Παρισιού). Η επιτυχία του ήταν τόσο µεγάλη που έγινε λεία των µεγαλύτερων πλαστογράφων της Ευρώπης και κυρίως των ΗΠΑ και της Ασίας, όπου η νοµοθεσία σχετικά µε τα µπρούντζινα έργα είναι περίπου ανύπαρκτη.

Η εικόνα του είναι τόσο διάσηµη που έχει κάνει τον γύρο του κόσµου. Η χάρη της έχει φτάσει µέχρι και το Πεκίνο, όπου χιλιάδες Κινέζοι επισκέφτηκαν το 1993 το Μουσείο Καλών Τεχνών της πρωτεύουσας για να θαυµάσουν τον «Σκεπτόµενο» σκαρφαλωµένο στο γκρι τσιµεντένιο βάθρο του. Οι µαθητές τον γνώριζαν από καιρό χάρη στα σχολικά τους βιβλία. Να που όµως όταν είδαν το γλυπτό µπροστά στα µάτια τους ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό! Αλλά και στη Σαγκάη και την Ταϊβάν όπου βρίσκονται τα τεραστίων διαστάσεων αντίγραφα του «Σκεπτόµενου» που κατασκευάστηκαν πριν από πολλά χρόνια από την γκαλερί των αδελφών Σαγέ, στη Λεωφόρο Μοντέν και συνοδεύονταν από τη λέξη «αντίγραφο», λέξη η οποία χάθηκε στο πέρασµα του χρόνου.

Με αρχικό τίτλο «Ο Ποιητής», το γλυπτό προοριζόταν να αποτελέσει µέρος µίας παραγγελίας του Μουσείου ∆ιακοσµητικών Τεχνών του Παρισιού για µία µνηµειώδη πόρτα, εµπνευσµένη από τη «Θεία Κωµωδία» του ∆άντη.

Υποτίθεται ότι θα αναπαριστούσε τον ∆άντη, µπροστά στις Πύλες της Κολάσεως, ο οποίος θα στοχαζόταν το ποίηµά του. Ο άνδρας ήταν γυµνός γιατί αναπαριστούσε τόσο τη σκέψη όσο και την ποίηση. Ωστόσο, «Ο Σκεπτόµενος» δεν αποτέλεσε _ όπως είχε προβλεφθεί _ µέρος του κεντρικού τµήµατος του ανώθυρουτης «Πύλης της Κολάσεως», πάνω από µία σειρά καταδικασµένων που αναλογίζονταν τη µοίρα τους. Το γλυπτό, που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1880 µε 1882, εκτέθηκε για πρώτη φορά, στο αρχικό του µέγεθος (71,5 εκατοστά) το 1888 στην Κοπεγχάγη. Στη συνέχεια, το 1902 κατασκευάστηκε σε µεγαλύτερο µέγεθος και εκτέθηκε στο Salon του 1904, όπου προκάλεσε τη θυµηδία του κοινού και έντονες αντιδράσεις εκ µέρους του Τύπου.

Τότε ο Γκαµπριέλ Μουρεΐ, διευθυντής του περιοδικού «Οι τέχνες της ζωής» ζήτησε χρηµατοδότηση για να παράγει αντίγραφα του γλυπτού. Ενα µπρούντζινο γλυπτό προσφέρθηκε στην Πόλη του Παρισιού για ναξεπλυθεί η προσβολή της απόρριψης του Μπαλζάκ, γλυπτού του Ροντέν που προκάλεσε σκάνδαλο το 1898. Ενα αντίγραφο της τελευταίας, µεγάλης εκδοχής προσφέρθηκε στο ∆ηµαρχείο του Παρισιού και αποκαλύφθηκε στο Πάνθεον, στις 21 Απριλίου 1906, ενώ επικρατούσε κλίµα πολιτικής και κοινωνικής κρίσης που κατέστησε το γλυπτό σύµβολο του σοσιαλισµού. «Ο Σκεπτόµενος» βρίσκεται σήµερα στο Ηotel Biron, όπου από το 1919 στεγάζεται του Μουσείο Ροντέν. Ενα ακόµη αντίτυπο βρίσκεται στον τάφο του γλύπτη στο Μεντόν.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι τοτέλος της ιστορίας. Η Οδύσσεια του «Σκεπτόµενου» άρχισε µετά τον θάνατο του Ροντέν, το 1917. Η µεγάλη του φήµη έβλαψε το γλυπτό που περιέλαβε όλη την ιδιοφυΐα του δηµιουργού του.

Προκάλεσε το πάθος των πλαστογράφων και κυρίως του Γκι Εν, του περίφηµου «∆ούκα της Βουργουνδίας», που πήρε αυτό το παρατσούκλι λόγω της παλιάς του γκαλερί στο Λούβρο των αντικέρ, στο Παρίσι. Η πολύκροτη δίκη του στο Πρωτοδικείο της Λιρ το 1997 αποκάλυψε το µεγαλύτερο λαθρεµπόριο πλαστών µπρούντζινων γλυπτών του τέλους του προηγούµενου αιώνα. Ο Ροντέν ήταν στο επίκεντρο αυτής της υπόθεσης, µε εκατοντάδες αντίγραφα του «Μπαλζάκ», της «Αιώνιας Ανοιξης», του «Φιλιού» και προφανώς του «Σκεπτόµενου», που βρέθηκαν παρατεταγµένα σε κάθε µέγεθος σε µία αποθήκη κοντά στο χυτήριό του, στο Λουξέγ λε Μπαν.

Βρέθηκε ένα βαγόνι µε παράνοµα αντίγραφα: παράνοµα ακατέργαστα κοµµάτια που ήταν έτοιµα να λαξευτούν και να πατιναριστούν, αυθεντικά έργα από γύψο, πρόσφατα αντίγραφα από γύψο, έργα από ρητίνη ή ακόµη και κοινά καλούπια από χυτό. Είκοσι τόνοι πλαστών έργων σφραγίστηκαν έπειτα από µήνες ερευνών υπό την εποπτεία του επιθεωρητή της Περιφερειακής Αστυνοµικής Υπηρεσίας ∆ίωξης του Εγκλήµατος της Ντιζόν, του Ντενίς Βινσενό, που ήταν ήδη γνωστός από την εξάρθρωση του διεθνούς λαθρεµπορίου πλαστών έργων του Ντιέγκο Τζακοµέτι.

Με την έκδοση της απόφασης, το Μουσείο Ροντέν κατάφερε να του επιστραφεί το µεγαλύτερο µέρος των αντιγράφων έργων του Ροντέν που ανήκαν ή είχαν κατασκευαστεί από τον Γκι Εν, ως τεχνίτη του χυτηρίου Ριντιέ.

Ο Γκι Εν καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών µη εξαγοράσιµη, τον Φεβρουάριο του 1997 καιτου επιβλήθηκε πρόστιµο 200.000 φράγκων για «πλαστογραφία, διακίνηση πλαστών έργων και απάτη», ενώ είχε ήδη συλληφθεί για φοροδιαφυγή, χρεοκοπία και σωµατικές βλάβες εκ προθέσεως. Ο επιτήδειος απατεώνας καταδικάστηκε ξανά πρόσφατα σε δεκαοχτώ µήνες φυλάκιση µη εξαγοράσιµη από το δικαστήριο του Κρετέιγ.

Κατέθεσε έφεση, ωστόσο η πρωτόδικη απόφαση είναι καταδικαστική. Ηταν ειδικός στο είδος του. Εθεωρείτο ο µόνος που µπορούσε να αποφανθεί σχετικά µε την προέλευση ενός µπρούντζινου γλυπτού. Ολοι γνώριζαν τις απάτες του, που είχαν δώσει τη χαριστική βολή στα αντίγραφα του Ροντέν. Οµως η αγορά ήταν σε πλήρη άνοδο πριν από το κραχ της δεκαετίας του 1990. Πολλοί επαγγελµατίες µε διεθνή φήµη, λόγω έλλειψης γνώσεων των ενδιαφεροµένων, αποφαίνονταν ως πραγµατογνώµονες και πούλησαν πολλά παράνοµα αντίγραφα του «Σκεπτόµενου». Σήµερα ένα αυθεντικό παλιό κοµµάτι θα µπορούσε να αξίζει πολλές δεκάδες εκατοµµύρια ευρώ.

Ο δαιµόνιος αυτός πλαστογράφος, που σε στιγµές παραφροσύνης πίστευε ότι ήταν ο ίδιος ο Ροντέν, εξαπατούσε τον κόσµο χρησιµοποιώντας το όνοµα Ριντιέ, όνοµα του κύριου χύτη του Ροντέν. Η έρευνα που πραγµατοποιήθηκε µε τυµπανοκρουσίες αποκάλυψε ότι τα παράνοµα αντίγραφα είχαν γίνει από γύψινα καλούπια που είχαν κατασκευαστεί από µπρούντζινα γλυπτά – χονδροειδή γλυπτά µικρών διαστάσεων – αλλά και από αυθεντικά γύψινα γλυπτά από το παλαιό χυτήριο Ριντιέ. Εξ ου και η µεγάλη δυσκολία να αναγνωρίσει κανείς τα πλαστά αντίγραφα. Πρόκειται για αντίγραφα που δηµιουργήθηκαν µε την τεχνική της τήξης µε άµµο, εξαιρετικής ποιότητας και σχεδόν εξίσου όµορφα µε τα πρωτότυπα. Αυτό που είχε προσάψει το Μουσείο Ροντέν στον πλαστογράφο ήταν ότι είχε πλαστογραφήσει τις υπογραφές. Και κυρίως του «Ζορζ Ριντιέ, Χύτης, Παρίσι» (ο θάνατός του το 1994 στέρησε από το δικαστήριο την πολύτιµη κατάθεσή του) είχε αντικατασταθεί από την υπογραφή του Αλεξίς Ριντιέ, του αδελφού του παππού του Ζορζ, η οποία φυσικά ήταν παλαιότερη και πιο περιζήτητη.

Ωστόσο, ο Γκι Εν, νόµιµος κάτοχος του εµπορικού σήµατος Ριντιέ, το οποίο είχε πάρει από τον Ζορζ, αρεσκόταν να επαναλαµβάνει ότι πουλούσε «αληθινά έργα του Αλεξίς Ριντιέ».

Η αγορά των έργων του Ροντέν εξακολουθεί να είναι πολύ µπερδεµένη. Σήµερα, τα πλαστά αντίγραφα µπερδεύονται µε τα αυθεντικά. Μόνο από την προέλευση µπορεί κανείς να ορίσει την καταγωγή κάποιου «Σκεπτόµενου». Σε αυτό προστίθενται οι εκδόσεις των µπρούντζινων γλυπτών που δηµιουργήθηκαν µετά τον θάνατο του καλλιτέχνη, τα οποία όµως συνάδουν µε τον νόµιµο ορισµό των αυθεντικών έργων, βάσει του νόµου του 1981 που προβλέπει την αρίθµηση και τον περιορισµό των αντιγράφων σε δώδεκα κοµµάτια. Τα αντίγραφα που φέρουν το όνοµα του χύτη και έναν αριθµό από το 1/8 έως το 8/8 και το I/IV έως το IV/IV, γι’ αυτά που δεν προορίζονται προς πώληση αλλά για ιδρύµατα, ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρα για το Μουσείο Ροντέν. Αλλωστε, το ίδιο το Μουσείο Ροντέν πούλησε, ενώ η αγορά ήταν σε πλήρη άνθηση, την «Πύλη της Κολάσεως», στο Μουσείο της Σεούλ που θα άνοιγε το 1997 µε χρηµατοδότηση του Samsung Foundation for Culture.

Η αγορά των έργων του Ροντέν εξακολουθεί να είναι πολύ µπερδεµένη.

Σήµερα, τα πλαστά αντίγραφα µπερδεύονται µε τα αυθεντικά