«Γεζούλ» σημαίνει στα αραβικά «όλα χάνονται». Για την Κύπρια Νίκη Μαραγκού, η λέξη αυτή ως τίτλος στο καινούργιο μυθιστόρημά της αποκτά συμβολική σημασία, καθώς ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας αγώνας να μη χαθούν κάποια πράγματα, εκ πρώτης όψεως ασήμαντα
Στα παλιότερα μυθιστορήματα και διηγήματά της, αρχίζοντας από το 1991(«Μια στρώση άμμου» , «Είναι ο πάνθηρας ζωντανός» , «Γιατρός από τη Βιέννη»και «O Δαίμων της πορνείας»), η Νίκη Μαραγκού αναστήλωνε με χαρισματική τέχνη και διέσωζε πρόσωπα και στιγμές της πρόσφατης ελληνικής και κυπριακής ζωής, συχνά στηριγμένη σε αυτοβιογραφικό υλικό. Σήμερα χτίζει μια σύνθεση με παράλληλες αφηγήσεις για πρόσωπα από διαφορετικές εποχές.
Τα δυο κεντρικά γυναικεία πρόσωπα έχουν κοινό σημείο εκκίνησης τη γειτονιά του Ψυρή στην Αθήνα. Η πρώτη από τις δυο, η Λούλα, γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα. Στο πατρικό της, το σπίτι του προξένου της Αγγλίας Προκόπιου Μακρή, φιλοξενήθηκε το 1809 ο λόρδος Βύρων. Η Λούλα δεν είναι άλλη από τη Θηρεσία ή Τερέζα Μακρή, την περίφημη «κόρη των Αθηνών», την παιδούλα που ερωτεύτηκε ο ποιητής τουChild Ηarold. Τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας των προσώπων και οι συνθήκες διαβίωσής τους αποδίδονται ελλειπτικά- ο Βύρων αναφέρεται στο βιβλίο ως ο «Εγγλέζος» και το όνομά του αναγράφεται μόνο στο οπισθόφυλλο. Η αφήγηση της ιστορίας της Λούλας, του γάμου της με έναν άλλο Εγγλέζο, των ταξιδιών της και των περιπετειών της εκτυλίσσεται παράλληλα με την αφήγηση μιας άλλης γυναίκας, που βρέθηκε έπειτα από τις δικές της περιπλανήσεις και αναζητήσεις στη γειτονιά του Ψυρή της σύγχρονης Αθήνας, και ξεδιπλώνει αποσπασματικά, σε λόγο πρωτοπρόσωπο και συχνά εξομολογητικό, θραύσματα μνήμης από ιστορίες ζωής, της δικής της και άλλων.
Κριμαία και Κύπρος
Οι ιστορίες των δυο γυναικών μοιάζουν να απλώνονται σε έναν κοινό χάρτη μετακινήσεων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, της Ευρώπης και της Μεσογείου, από τα κέντρα και τις υπό κατασκευή πρωτεύουσες των νέων κρατών στις εξίσου σκονισμένες επαρχιακές πόλεις και αντιστρόφως- στοιχειοθετώντας έναν τρόπο ζωής τόσο οικείο για τον μείζονα ελληνισμό του 19ου αιώνα, «αυτόχθονα» και «ετερόχθονα», που οι περιπέτειές του συνεχίστηκαν και σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: Αθήνα, Αίγινα, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Κέρκυρα, Πειραιάς, Μάλτα, Κωνσταντινούπολη, Αγία Πετρούπολη, Μεσολόγγι, Αμμόχωστος.
Οι παράλληλες αφηγήσεις των δυο γυναικών πλαισιώνουν η μια την άλλη σε ένα ιστορικό φόντο από σημαντικά γεγονότα, την Ελληνική Επανάσταση, τον Κριμαϊκό Πόλεμο, διεθνείς συρράξεις και διπλωματικά επεισόδια στην Ελλάδα και αλλού, όπως τα «Πατσιφικά» στην Αθήνα του 1849-50, που είχαν ως συνέπεια τον αποκλεισμό του Πειραιά. Οι ιστορικές αναφορές φτάνουν μέχρι την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Το βιβλίο, κεντημένο με το υλικό της ιστορίας, διαφοροποιείται ωστόσο ριζικά από άλλα σύγχρονα μυθιστορήματα με ιστορικό θέμα- μία από τις κυρίαρχες τάσεις της πεζογραφίας μας. Η συγγραφέας, αν και γράφει, όπως και άλλοι ομότεχνοί της, ύστερα από προσεκτική τεκμηρίωση και μελέτη ιστορικών ντοκουμέντων, καθώς γίνεται αντιληπτό στον έμπειρο αναγνώστη, ωστόσο υπονομεύει ό,τι θα μπορούσε να υπηρετήσει μια κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, την τελεολογία της και τα όποια μηνύματά της: δεν έχουμε μια ιστορία, αλλά ιστορίες ζωής, που μένουν ανοιχτές, ακόμη κι όταν κλείνουν βιολογικά με τον θάνατο, καθώς συνεχίζονται και αναδιπλασιάζονται στη φαντασία άλλων ανθρώπων, μέσα από τα σκόρπια τεκμήρια που άφησαν με τις ιστορίες τους και τα υλικά ίχνη τους, τα χαμένα σπίτια της αναγκαστικής προσφυγιάς τους, και τα αντικείμενά τους.
Κοινωνικοί ρόλοι
Η συγγραφέας, δουλεύοντας με το υλικό της καθημερινότητας των ανθρώπων, τους παρουσιάζει κυρίως μέσα από τις απλές δραστηριότητές τους, τις χειρονομίες τους, τις προσωπικές στιγμές τους, καθώς εργάζονται, χτίζουν, ράβουν, μαγειρεύουν, ντύνονται, παίζουν, διασκεδάζουν, κι ενώ ουσιαστικά παράγουν και εδραιώνουν έθιμα, κινήσεις, συμπεριφορές, θεσμούς, με τους οποίους προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις στοιχειώδεις, οριακές τραυματικές καταστάσεις της ζωής, που κορυφώνονται στον έρωτα και τον θάνατο. Αυτές οι οριακές καταστάσεις αποτυπώνονται στα πρόσωπα του βιβλίου με μεγάλη τέχνη, ως χαρακτηριστικά και μυστικά των διαφορετικών επαγγελμάτων και κοινωνικών ρόλων μιας παρελθούσας εποχής: γιατρός, νοσοκόμα, πολεμιστής, αρχιτέκτονας, παλαιοπώλης, μοδίστρα, ζωγράφος, πρόξενος, νοικοκυρά.
Η Λούλα και η χήρα μητέρα της βιώνουν τις δύσκολες στιγμές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους και παλεύουν με την ένδεια, που τροφοδοτεί και συνδαυλίζει τη δημιουργικότητά τους: επινοούν και εξοικονομούν, μαγειρεύουν, ράβουν, εγκαινιάζουν νέα επαγγέλματα. Παράλληλα, η σύγχρονη αφηγήτρια ιχνηλατεί με τα μάτια, ψαύει με τα χέρια τα υλικά ίχνη αυτού του παρελθόντος που καλύπτει και μακρινότερα σημεία της Μεσογείου, στις συχνές επισκέψεις της σε ένα παλαιοπωλείο στου Ψυρή, όπου μέσα από τα αντικείμενα οδηγείται σε παράξενους συσχετισμούς που αγγίζουν τα όρια της μαγείας, όπως σε αντίστοιχες επισκέψεις των ηρώων του Μπαλζάκ στον θαυμαστό και παράξενο κόσμο των παρισινών παλαιοπωλείων.
Τα αντικείμενα αυτά, ένα κεραμικό, μια ζωγραφιά, ένα κέντημα, αλλάζουν χέρια, όπως αλλάζουν οι τύχες των ανθρώπων, συμβολίζοντας μια πρόταση για την ανθρώπινη συνύπαρξη σε τόπους με μακραίωνο πολυεθνικό παρελθόν, σφραγισμένους από τη βάσανο των διακοινοτικών συγκρούσεων.