Με ένα δυνατό «χαστούκι» βρέθηκε στο κέντρο της δημοσιότητας, στη μεγάλη λίστα του Μan Βooker Ρrize 2010 και ψηλά στις παγκόσμιες λίστες των ευπώλητων. Μια «σφαλιάρα» που χαρακτηρίζει όχι μόνον το θέμα του μυθιστορήματός του αλλά και τον θαρραλέο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει ο Χρήστος Τσιόλκας τη λογοτεχνία και τον κόσμο γύρω του.


«Γεννήθηκα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου» δηλώνει ο Χρήστος Τσιόλκας «και ήξερα ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας όταν ο καθηγητής των Αγγλικών, στην Ογδοη τάξη, δείχνοντάς μου μια έκθεση που είχα γράψει την αποκάλεσε «ρυπαρογράφημα». Αν και προσπάθησα απελπισμένα να δραπετεύσω από τα προάστια, γρήγορα συνειδητοποίησα ότι μπορείς να βγάλεις το παιδί έξω από τα προάστια αλλά σίγουρα δεν μπορείς να βγάλεις τα προάστια έξω από το αγόρι. Τα μυθιστορήματα, οι ιστορίες και τα γραπτά μου προσπαθούν να διερευνήσουν τις ρωγμές και τους σκοτεινούς χώρους του προαστιακού τοπίου της Αυστραλίας… Εχω κατηγορηθεί ότι είμαι μισογύνης, ρατσιστής, ομοφοβικός, πορνογράφος, βλάσφημος και δευτεροκλασάτος φιγουρατζής. Εχω επίσης κατηγορηθεί για την πολιτική μου ορθότητα, ότι είμαι ένας αμετατόπιστος σοσιαλιστής, ότι είμαι κρυπτοπροτεστάντης (πράγμα που τσάντισε τη μητέρα μου) και ότι είμαι καλός άνθρωπος για να καθήσει κάποιος δίπλα του σε ένα πάρτι. Ζω με τον φόβο ότι υπάρχει ένας «άλλος» Χρήστος Τσιόλκας και μια μέρα θα μεταφερθώ σε μια άλλη διάσταση- τύπου Φίλιπ Ντικ- και θα αντιμετωπίσω τον εαυτό μου ως εντελώς ξένο».

Σαράντα πέντε χρονών σήμερα, ο Τσιόλκας έκανε αίσθηση (και στην Ελλάδα) με την Πεθαμένη Ευρώπη (Ρrinta), το τρίτο του μυθιστόρημα στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας νεαρός αυστραλός φωτογράφος, ο Ισαάκ, που ταξιδεύει σε μια Ευρώπη διαψευσμένη από τις ιδεολογίες και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Την ίδια Ευρώπη που το καλοκαίρι του 2010 στο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου θα την κατηγορήσει από σκηνής για τη «στεγνή, ακαδημαϊκή, φτηνιάρικη λογοτεχνία». Αυτός ο συγγραφέας κατέβηκε άφοβος στον λογοτεχνικό στίβο, έχοντας δώσει πρώτα τις προσωπικές του μάχες με την κοινότητα και τους γονείς του. Δεν ήταν άλλωστε εύκολο αφού οι γονείς του μετανάστευσαν από την Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και δούλεψαν ως βιομηχανικοί εργάτες. Παρά την αριστερή πλευρά της μητέρας του, υπερίσχυσε το ελληνικό μοντέλο διαπαιδαγώγησης: πατέρας- αφέντης και υπερπροστατευτική μητέρα. Ωσπου κάποια στιγμή στάθηκε απέναντι σε όλους, ανοιχτά ως ομοφυλόφιλος, και η προσωπική του αυτογνωσία συνδέθηκε με την καλλιτεχνική του πορεία.

Στο μπάρμπεκιου

Το καινούργιο του μυθιστόρημα Το χαστούκι είναι διαιρεμένο σε οκτώ κεφάλαια και κάθε ένα φέρει το όνομα ενός χαρακτήρα σε μια έκταση πενήντα έως εξήντα σελίδων. Οι ήρωές του σχετίζονται με ένα φαινομενικά απλό γεγονός που διαδραματίζεται στο πρώτο κεφάλαιο, του Εκτορα. Στο μπάρμπεκιου που οργανώνουν ο ελληνοαυστραλός Εκτορας και η βρετανο-ινδή γυναίκα του Αΐσα, ο φιλοξενούμενος τετράχρονος Χιούγκο καβγαδίζει με τα άλλα συνομήλικα παιδιά. Ο πεισματάρης και κακομαθημένος μικρός ξεσηκώνει τον κόσμο και όταν επεμβαίνει ο εξάδελφος του Εκτορα, ο Χάρης, Αυστροελληναράς και ρατσιστής, τα βάζει και μ΄ αυτόν. Ο Χιούγκο τρώει μια σφαλιάρα, καθόλου αμάθητη για τα ελληνικά γονίδια του Χάρη αλλά εντελώς αντίθετη στη λογική της μητέρας του μικρού, της αυστραλέζας Ρόουζι, που ακόμη τον θηλάζει. Ο μικρός ηρεμεί στο βυζί της μάνας του και γυρίζει και λέει του Χάρη, σαν ένα σεληνιασμένο ή μάλλον φανατισμένο από την εγωκεντρική ανατροφή του παιδί: «Κανείς δεν δικαιούται να αγγίξει το σώμα μου, χωρίς την άδειά μου». Η Ρόουζι με τον αλκοολικό σύζυγό της αρπάζουν το παιδί και φεύγουν απειλώντας με μήνυση, την οποία σύντομα θα καταθέσουν.

Μέχρι τη στιγμή του χαστουκιού, στη σελίδα 40, έχουμε συναντήσει σταδιακά και τους υπόλοιπους συγγενείς και φίλους, ήρωες του μυθιστορήματος, ξεκινώντας με τον ερωτομανή Εκτορα που έχει σχέση με την έφηβη Κόνι. Μαθαίνουμε τις σκέψεις του, τον άκρατο ερωτισμό του, τις μυτιές κόκας που σνιφάρει και την πραγματική εκτίμηση που τρέφει για τη γυναίκα του, την αγάπη για τους γονείς του, με τους οποίους μιλάει ελληνικά, ενώ πολύ τακτικά χρησιμοποιεί τη διεθνώς κατοχυρωμένη προσφώνηση malaka. Η παρέα τους είναι πολυεθνική: ο Μπιλάλ είναι Αβοριγίνας που ασπάστηκε το Ισλάμ, η γυναίκα του Χάρη είναι Σέρβα. Οι περισσότεροι προέρχονται από τη μεσαία τάξη αλλά διαφοροποιούνται σε μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο. Η Ανούκ, η μόνη ανύπανδρη ανάμεσά τους, γράφει σαπουνόπερες και σχετίζεται με τον πρωταγωνιστή της, τον Ρις. Δεν αγαπάει τα παιδιά και είναι η πρώτη που έχει αντιρρήσεις να παραστεί ως μάρτυρας στη δίκη που επίκειται μετά το χαστούκισμα και το οποίο θα φέρει τα πάνω κάτω στις σχέσεις της παρέας.

Οι ζωές των άλλων

Καθώς σταδιακά περνάμε από τον έναν ήρωα στον άλλο, από τον Εκτορα στην Ανούκ η οποία είναι φίλη της Αΐσα και της Ρόουζι, στην ορφανή Κόνι με τον νεαρό γκέι φίλο της Ρίτσι που κάνουν μπέιμπι σίτινγκ στον «δαρμένο» Χιούγκο, αναδύονται οι ζωές και η καθημερινότητά τους. Το συμβάν με το χαστούκι δεν αναδιατυπώνεται σε μια τύπου Ρασομόν αφήγηση, όπως λάθος γράφεται σε κριτικές, αλλά η δράση κλιμακώνεται χρονολογικά προς τα μπρος, μια σκυταλοδρομία χαρακτήρων και περιστατικών. Κάθε χαρακτήρας αναδιπλώνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη, ελεύθερη αφήγηση, υιοθετώντας διαφορετικό τόνο και ύφος. Κάθε προσωπική ενότητα, αν και εμπεριέχει αναφορές στο περιστατικό της σφαλιάρας, διατηρεί μια άτυπη μυθιστορηματική αυτονομία όπου κάθε χαρακτήρας εκθέτει επιπλέον τα δικά του ζητήματα, γίνονται αναδρομές στο παρελθόν και μεταλλάσσεται μέσα από μια συγκεκριμένη αποκαλυπτική στιγμή ενώ παντού υπάρχει και μια ισχυρή δόση περιγραφικού σεξ.