ιΟΠΟΙΟΝ ΕΛΛΗΝΑ κι αν ρωτήσεις θα σου πει ότι όλοι τα παίρνουν. Οι πολιτικοί και οι εφοριακοί, οι παπάδες και οι δηµοσιογράφοι, οι γιατροί και οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηµατίες. Είναι όλοι τους λαµόγια. Ο ίδιος όµως Ελληνας που αναγνωρίζει τη βουλιµία (των άλλων) αφρίζει από αγανάκτηση όταν η χώρα του αποκαλείται «διεφθαρµένη».

Οποιον Ελληνα κι αν ρωτήσεις θα σου πει ότι οι αλλαγές που επιβάλλει το Μνηµόνιο είναι βίαιες. Κανείς όµως δεν αποδέχεται να παραταθεί η σύµβαση µε την τρόικα ώστε η χώρα να µπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της σε περισσότερες δόσεις. Κανείς δεν θέλει την αστυνόµευση από τα «κοστούµια» των Βρυξελλών και του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου.

Οποιον Ελληνα κι αν ρωτήσεις θα σου πει ότι ο λαός είναι σοφός. Ποτέ δεν σφάλλει. Είναι λαός περήφανος που δεν ανέχεται να τον προσβάλλουν (προσάπτοντάς του τη διαφθορά την οποία ο ίδιος οµολογεί). Είναι λαός ελεύθερος και δεν υποµένει τους επιτηρητές, που τον φέρνουν αντιµέτωπο µε τις αδυναµίες του.

Ο λαός έχει διαπαιδαγωγηθεί να ακούει µόνο καλά λόγια. Και τα κόµµατα στη µεταπολίτευση, µικρά και µεγάλα, διαγωνίζονταν ποιο θα αρθρώσει την πιο υπνωτική κολακεία:

«να φέρουν πίσω τα λεφτά», «να µην πληρώσουν αυτοί που δεν φταίνε», «µόνοι τους τα φάγανε», «η κρίση είναι δική τους».

Αυτή η ρητορική που υποβάλλει στον πολίτη την ιδέα ότι είναι ανεύθυνος και αναξιοπαθών εξελίχθηκε σε υπερκοµµατική, σχεδόν κρατική ιδεολογία. Και καθήλωσε την κοινωνία σε ένα στάδιο ανηλικότητας: όπως τα κακοµαθηµένα νήπια έχουν µάθει πάντα να ζητάνε και ποτέ να µην φταίνε, έτσι και ο Ελληνας της µεταπολίτευσης εθίστηκε στο status του ακαταλόγιστου. Στην ευκολία του «δικαιούχου», του «εισακτέου», του «αδιόριστου».

«Δεν είµαστε όλοι ίδιοι, δεν είµαστε όλοι κλέφτες», απαντά η «λαϊκή» φωνή. Ωστόσο, τη συλλογική κατάσταση δεν βλάπτουν µόνο οι ποινικώς κολάσιµες συµπεριφορές. Εξίσου επιζήµια είναι και η γενικευµένη πολιτική αήθεια: σε κάθε Siemens αντιστοιχούν χιλιάδες παράνοµοι ηµιυπαίθριοι, σε κάθε Βατοπέδι εκατοµµύρια αποδείξεις που δεν κόπηκαν, σε κάθε ηχηρό σκάνδαλο µια αλυσίδα αθόρυβων ρουσφετιών.

Γι’ αυτό η παράταση – την οποία η δηµοσιογραφική ιδιόλεκτος έχει ήδη µεταγράψει ως «επιµήκυνση» – δεν είναι απλώς βολική. Είναι απαραίτητη. Είµαστε έθνος ανήλικο. Και ως ανήλικοι έχουµε ανάγκη από κηδεµόνες που θα µας προστατεύουν από τον κακό εαυτό µας.