Η κυβέρνηση της Κίνας επιχειρεί να εξορίσει από την κινεζική κουζίνα τα ξυλάκια, καθώς για την παραγωγή τους χάνονται κάθε χρόνο χιλιάδες στρέµµατα δάσους. Δεν είναι καθόλου βέβαιο, όµως, ότι θα πετύχει η «επανάσταση». Αν για τους Δυτικούς τα chopsticks είναι ένα εξωτικό αξεσουάρ, για τους Κινέζους είναι µια παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων.


Οι αριθµοί δικαιώνουν τις οικολογικές ανησυχίες του Πεκίνου. Σύµφωνα µε έρευνα του υπουργείου Εµπορίου της Κίνας, έως το τέλος του 2010 η κατανάλωση θα ξεπεράσει τα 50 δισεκατοµµύρια ζεύγη. Αυτό σηµαίνει ότι κάθε µέρα οι Κινέζοι χρησιµοποιούν 300 εκατοµµύρια ξυλάκια µιας χρήσης για το φαγητό τους και ότι µαζί µε τα γευστικά πιάτα της κουζίνας τους «καταναλώνουν» µια τεράστια ποσότητα ξυλείας. Οι αρµόδιοι υπολογίζουν ότι κάθε 24ωρο χάνονται 50 εκτάρια δάσους. Σε έναν χρόνο εξαφανίζεται µια δασική έκταση σχεδόν ίση µε το ένα δέκατο της δασικής έκτασης της Γαλλίας. Για να πηγαίνει το φαγητό από το πιάτο στο στόµα χωρίς να προδοθεί η παράδοση, κόβονται το ίδιο διάστηµα 30.000 δέντρα, κυρίως λεύκες, σηµύδες και µπαµπού.

Πρόκειται για ένα οικολογικό έγκληµα ή µια πολυτέλεια την οποία δεν θα µπορεί πλέον να αντέξει µια χώρα, που δοκιµάζεται ήδη από µια οικολογική καταστροφή στην Κίτρινη Θάλασσα και επιβαρύνει το περιβάλλον µε τη µεγαλύτερη ποσότητα αερίων του θερµοκηπίου παγκοσµίως; Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση της Κίνας επιχειρεί να θέσει ένα πλαφόν στην παραγωγή. Τα εργοστάσια δεν θα µπορούν να παράγουν πέρα από έναν προκαθορισµένο αριθµό και σε όσα δεν σεβαστούν το όριο θα µπαίνει λουκέτο.

300 εργοστάσια

Το µέτρο, πάντως, δεν είναι βέβαιο ότι θα αποδώσει τα αναµενόµενα. Τα περίπου 300 εργοστάσια που παράγουν ξυλάκια απασχολούν περισσότερους από 100.000

εργαζοµένους. Κι έπειτα καµία εναλλακτική λύση δεν φαίνεται ιδανική. Σύµφωνα µε τους ειδικούς, τα συνθετικά ξυλάκια έχουν «υψηλή περιεκτικότητα σε φορµαλδεΰδη», ενώ άλλα υλικά αλλοιώνουν τις γεύσεις. Τα µαχαιροπίρουνα από µέταλλο ή επεξεργασµένο ξύλο θα ήταν µια λύση, αλλά το νερό δεν υπάρχει σε αφθονία σε όλες τις περιοχές της Κίνας. Τέλος, υπάρχει κι ένας οικονοµικός λόγος. Ενώ τα ξυλάκια µιας χρήσης κοστίζουν ένα σεντς το ζεύγος, η τιµή των ανακυκλώσιµων κινείται ανάµεσα στα 30 και τα 70 σεντς. Πρόκειται για ένα βάρος που δεν θέλουν να αναλάβουν ούτε οι εστιάτορες αλλά ούτε και οι πελάτες. Η κυβέρνηση της Κίνας θα µπορούσε να χάσει εποµένως την πρώτη της µάχη για µια ανάπτυξη λιγότερο καταστρεπτική, όπως σηµειώνει ο ανταποκριτής της εφηµερίδας «La Repubblica» στο Πεκίνο. Εκτός κι αν πείσει τους Κινέζους ότι µαζί µε το φαγητό «τρώνε» και τον αέρα που αναπνέουν.

300 ΕΚΑΤ. ΖΕΥΓΗ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ

Η κινεζική κυβέρνηση υπολόγισε πως κάθε 24ωρο χάνονται 50 εκτάρια δάσους

Τον έβγαλαν από το κελί, τον φυλάκισαν στο σπίτι του


ΕΛΕΥΘΕΡΟ, ΑΝ και υπό αυστηρότατη επιτήρηση, άφησε το κινεζικό καθεστώς τον ακτιβιστή Τσεν Γκουάντσενγκ, έναν τυφλό και αυτοδίδακτο δικηγόρο, ο οποίος είχε καταγγείλει πλήθος παραβιάσεων των ατοµικών δικαιωµάτων στην Κίνα. Ο Τσεν φυλακίστηκε το 2006. Επέστρεψε χθες στο χωριό του και ενώ οι συγγενείς του ήταν έτοιµοι να τον επισκεφθούν στις φυλακές της πόλης Λίνιι. Οπως κατήγγειλαν οι ίδιοι, εδώ και αρκετές ηµέρες βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές, ενώ διακόπηκε η τηλεφωνική σύνδεση στις κατοικίες τους. Στο χωριό έχουν τοποθετηθεί τουλάχιστον έξι κάµερες επιτήρησης, όπως δήλωσαν. Σε µια σύντοµη τηλεφωνική συνοµιλία που είχε µε τον δικηγόρο Τενγκ Μπιάο, ο Τσεν επιβεβαίωσε ότι βρισκόταν στο σπίτι του, αλλά ότι δεν είχε «προσωπική ελευθερία». Ανέφερε επίσης ότι υπήρχαν τουλάχιστον οκτώ µε εννέα µέλη των δυνάµεων ασφαλείας έξω από το σπίτι του και πολλά ακόµη στις εισόδους του χωριού. Η πρόσβαση σε δηµοσιογράφους του πρακτορείου Αssociated Ρress απαγορεύθηκε. Ο Τσεν έκανε γνωστό ακόµη ότι η υγεία του είναι επιβαρηµένη και πως υπέφερε από χρόνια διάρροια.

Μολονότι είχε ζητήσει κατ’ επανάληψη ιατρική φροντίδα, το αίτηµά του δεν ικανοποιήθηκε.

Το 2007 είχε πέσει θύµα ξυλοδαρµού από συγκρατούµενό του. «Για κάποιους κινέζους ακτιβιστές το τέλος µιας φυλάκισης είναι η αρχή µιας ισόβιας παρακολούθησης από την αστυνοµία», επισηµαίνει η Σοφία Ρίτσαρντσον επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων στην Ασία.