Ολοένα και περισσότερο έδαφος στις προτιμήσεις των φίλων της γυμναστικής κερδίζει η καποέιρα.

Δεν πρόκειται μόνο για χορό ή πολεμική τέχνη, ούτε για ακροβατικά. Είναι παιχνίδι που παίζεται σε έναν κύκλο, ο οποίος συμβολίζει τον μικρόκοσμο της κοινωνίας.

«Vamos jogar! Η καποέιρα δεν είναι ούτε πάμε να χορέψουμε ούτε πάμε να παλέψουμε, αλλά πάμε να παίξουμε! Παίζεται σε έναν ανθρώπινο κύκλο, όπου παίκτες και θεατές είτε στέκονται όρθιοι είτε κάθονται κάτω. Δύο παίκτες, ένας από δεξιά κι ένας άλλος από αριστερά, σηκώνονται και δίνουν τα χέρια στο κέντρο μπροστά από την ορχήστρα, batteria. Το σήμα της έναρξης και αργότερα της λήξης του παιχνιδιού δίνει ο berimban gunga».

Ο δάσκαλος Εstagiario Giorgos ή Γιώργος Τζιγκουνάκης είναι web designer το πρωί και καθηγητής καποέιρα το βράδυ. Γνώρισε τον συγκεκριμένο «χορό» χάρη στο ενδιαφέρον του για τις πολεμικές τέχνες κι έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα από το κουνγκ-φου, οδηγήθηκε τυχαία σε ένα σεμινάριο που διοργάνωναν στην Ελλάδα δύο γνωστοί καθηγητές του είδους: ο Βραζιλιάνος Μestre Εdiandro και ο Ισπανός Fornado Μanel. Επειτα από μία δεκαετία ενασχόλησης με την καποέιρα και συνδυάζοντας σπουδές και προπόνηση σε Βαρκελώνη και Μάντσεστερ, σήμερα ο 30χρονος Γιώργος διδάσκει στη σχολή Βanzo de Senzala στην Ιερά Οδό.

Οπως εξηγεί, η καποέιρα στην ουσία είναι ένας αυτοσχεδιασμός ανταλλαγής κινήσεων, ένας διάλογος ανάμεσα στους δύο παίκτες. «Ο κύκλος της καποέιρα είναι ο μικρόκοσμος της ζωής. Μπορεί κάποιος να σου απαντήσει με άμυνα ακόμα και με ερώτηση. Τα τραγούδια της καποέιρα μιλάνε για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον, τον πόνο, τη χαρά, τη μάχη για την ελευθερία καθώς και για την ιστορία της. Συνήθως είναι αλληγορικά, άλλες φορές αστεία κι άλλες προτρέπουν τους παίκτες για ένα πιο επιθετικό παιχνίδι».

Η απήχηση που σημειώνει η συγκεκριμένη τέχνη στην Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι μεγάλη, αφού εκτός των άλλων αποτελεί κι έναν πολύ καλό τρόπο σωματικής εκγύμνασης. Ενδεικτικό είναι πως το 2002 υπήρχαν μόλις τρεις σχολές καποέιρα στην Ελλάδα, αριθμός που σήμερα αγγίζει τις 10 στην Αθήνα και τις 22 συνολικά σε όλη τη χώρα.

Η ιστορία της καποέιρα. Σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, η καποέιρα ή και «χορός της ελευθερίας» δημιουργήθηκε από αφρικανούς σκλάβους στη Βραζιλία. Παρόλα αυτά όμως, διαθέτει και στοιχεία από τους Ινδιάνους. «Μέσα από τη συγκεκριμένη τέχνη, οι σκλάβοι θέλησαν να εξασκήσουν μία πολεμική τέχνη, χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί στους αφέντες τους. Ετσι, όταν οι δεύτεροι γύριζαν την πλάτη τους, εκείνοι μετέτρεπαν τον χορό σε τέχνη δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό, έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας αλλά και ορολογίας», λέει ο δάσκαλος Εstagiario Giorgos και παραθέτει το παράδειγμα της κλωτσιάς «bencao» που σημαίνει μεν ευλογία, αλλά ήταν μία πολύ βίαιη κίνηση, η οποία όμως μπροστά στον αφέντη παρουσιαζόταν αλλιώς.

«Πάντα έχεις κάτι να μάθεις». «Το μπλέξιμο πολεμικής τέχνης και χορού, καθώς και ο ακροβατικός χαρακτήρας της κίνησης που προκύπτει μέσα από το παιχνίδι των χορευτών είναι τα στοιχεία που με ενθουσίασαν στην καποέιρα», λέει ο 27χρονος Γιάννης Θεοχάρης, ο οποίος εδώ και τέσσερα χρόνια ασχολείται με τον συγκεκριμένο «χορό», αρχίζοντας αρχικά με regional καποέιρα κι αργότερα με angola.

Οπως εξηγεί, η καποέιρα είναι ένας φανταστικός τρόπος εκγύμνασης που απαιτεί όμως χρόνο και προσπάθεια. «Βλέποντάς τη στην αρχή, μπορεί να σε αποθαρρύνει. Εγώ δεν το έβαλα κάτω γιατί μου άρεσε η φιλοσοφία της.

Απαιτεί χρόνο και προσπάθεια αλλά είναι και… χαλαρωτικό

«Είναι τρόπος έκφρασης»

«Μου αρέσουν τα πάντα στην καποέιρα. Για μένα, δεν είναι μόνο γυμναστική, είναι ένας τρόπος έκφρασης και επαφής με τους άλλους. Είναι επικοινωνία, ανταλλαγή απόψεων και νοοτροπίας. Θα λάβεις, θα δώσεις».

Η Βάλια Δημαράκη άρχισε την καποέιρα πριν από επτά χρόνια, ενώ ζούσε στην Αγγλία κι όπως χαρακτηριστικά λέει την «τράβηξε κυρίως ο ρυθμός της, ο οποίος μοιάζει με τους παλμούς της καρδιάς».

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έμαθε από μία διαφήμιση ότι υπήρχε αντίστοιχη σχολή στην Αθήνα και την επισκέφτηκε. Σήμερα, παρακολουθεί σε σχεδόν καθημερινή βάση μαθήματα στο Centro Cultural Capoeiragem Αtenas και όπως εξηγεί, εκτός από τη μουσική της καποέιρα, τη γοητεύει η εναλλαγή των μηνυμάτων που μπορεί να μεταφέρει με τις κινήσεις της. «Αμέσως συνειδητοποίησα ότι ήταν κάτι με το οποίο ήθελα πραγματικά να ασχοληθώ. Μέσα από αυτήν, μαθαίνεις να εκφράζεσαι καλύτερα και κερδίζεις σε αυτοπεποίθηση. Εχω ακούσει καθηγητές μου να λένε ότι ανακάλυψαν τον εαυτό τους μέσα από την καποέιρα, κάτι που συνέβη και στη δική μου περίπτωση», λέει χαρακτηριστικά. Προσθέτει δε, ότι η καποέιρα για εκείνη δεν είναι μόνο ένας τρόπος εκγύμνασης, αλλά κάτι παραπάνω από χόμπι. «Αν δεν κάνω μία μέρα, μου λείπει με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Οι άνθρωποί της, η μουσική της και κυρίως η έκφρασή της».