Η αρνητική, αλλά όχι πάντως και αιφνιδιαστική εξέλιξη της επιδείνωσης της ύφεσης ως αποτέλεσµα της πολιτικής της αυστηρής δηµοσιονοµικής λιτότητας, µονοπώλησε το ενδιαφέρον το φετινό καλοκαίρι. Η δραστική µείωση των δηµόσιων δαπανών µπορεί να εντείνει προσωρινά την ύφεση, είναι όµως ο µόνος δρόµος για την εξυγίανση µιας χρεωµένης και ελλειµµατικής οικονοµίας, υποστηρίζουν οι οπαδοί αυτής της πολιτικής. Η µείωση της αγοραστικής δύναµης των πολιτών ανατροφοδοτεί την ύφεση, περιορίζει τις δυνατότητες αύξησης των δηµόσιων εσόδων και εµποδίζει την εξυγίανση των δηµόσιων οικονοµικών, αντιτείνουν οι οπαδοί µιας πιο δυναµικής απάντησης στην κρίση.

Εκεί πάντως που και οι δύο σχολές συµφωνούν είναι ότι η λύση βρίσκεται στην ανάπτυξη.

Ο µεγάλος πονοκέφαλος της κυβέρνησης σήµερα λοιπόν είναι η αναζήτηση παρεµβάσεων για την τόνωση της αναπτυξιακής µηχανής. Οι παρεµβάσεις αυτές θα µπορούσαν ενδεχοµένως να τελεσφορήσουν, στην περίπτωση µιας χώρας µε βιώσιµη ανάπτυξη και ακµάζουσα, έστω και µέχρι πρότινος, οικονοµία.

Μιας χώρας δηλαδή που η ύφεση δεν είναι παρά πρόσκαιρο σύµπτωµα της πρόσφατης κρίσης. Δεν είναι αυτή όµως, δυστυχώς, η δική µας περίπτωση. Η παραγωγή νέου πλούτου συστηµατικά υστερούσε τελευταία στη χώρα µας κι όχι µόνο σε σχέση µε την κατανάλωση.

ΑΝ άλλωστε υπήρχε ανάπτυξη µε υγιείς και στέρεες βάσεις, σήµερα ούτε θα ήµασταν υπερχρεωµένοι ούτε και θα είχαµε σωρεύσει τεράστια δηµοσιονοµικά ελλείµµατα. Πέρα από τα γνωστά προβλήµατα που σχετίζονται µε το σπάταλο και διεφθαρµένο κράτος λοιπόν η Ελλάδα πάσχει και από σοβαρές δοµικές αδυναµίες στον τοµέα της ανάπτυξης.

ΑΝ κατ’ αρχήν υπήρχε ισόρροπη ανάπτυξη στη χώρα µας, η κάποτε εύφορη ελληνική ύπαιθρος θα καρποφορούσε και δεν θα εµφάνιζε τη σηµερινή εικόνα της παρακµής και της εγκατάλειψης. Μια αγροτική παραγωγή που οδήγησε για χρόνια σε µη ανταγωνιστικά προϊόντα, µε καλλιέργειες που προκάλεσαν την υποβάθµιση της αναπτυξιακής βάσης, εξαντλώντας τα νερά και ερηµοποιώντας τη γη, είναι µια αυτοκαταστροφική παραγωγή που ασφαλώς και δεν οδηγεί σε ανάπτυξη. Μια τέτοια αγροτική οικονοµία είναι προτιµότερο να επιδοτείται προκειµένου να σταµατήσει να παράγει. Οσο για τις κυβερνήσεις, αντί να σχεδιάζουν την αναγέννηση της υπαίθρου, εξαντλούν τη δραστηριότητά τους στην κατανοµή των επιδοτήσεων. Και θεσµοθετούν κίνητρα που απευθύνονται αποκλειστικά στα υπερτροφικά αστικά κέντρα και στον τριτογενή τοµέα.

ΑN επιπλέον στη χώρα µας η ανάπτυξη ήταν θύµα της κρίσης και µόνον, τότε στις διεθνείς αγορές θα έπρεπε να κυκλοφορεί εδώ και χρόνια το εξαίρετο ελληνικό κρασί, το λάδι, τα εσπεριδοειδή, τα φρούτα και τα λαχανικά, το µέλι, τα ελληνικά ψάρια, η φέτα και τα λοιπά αγροτικά προϊόντα που για αιώνες συντηρούσαν αυτή τη γη κι έκαναν εύπορους, διά του εµπορίου, τους κατοίκους της. Αντίθετα, στις διεθνείς αγορές µετά βίας βρίσκει κανείς λίγα µπουκάλια ελληνικό κρασί, συνήθως πίσω από τα ράφια µε τα ιταλικά και τα ισπανικά, ενώ είναι πιθανότερο να βρει λάδι Ιταλίας και φέτα Βουλγαρίας. Την ίδια ώρα στην ελληνική αγορά τα νοτιοαφρικανικά κρασιά πωλούνται φθηνότερα από τα ελληνικά, τα ψάρια είναι τουρκικά ή αφρικανικά, ενώ το 85% των κτηνοτροφικών προϊόντων που καταναλώνουµε είναι εισαγωγής.

Τα ίδια όµως συµβαίνουν και στον τοµέα του τουρισµού.

ΑΝ η σηµερινή ύφεση κι εκεί δεν ήταν δοµική, τότε η ελληνική φύση θα έπρεπε να διατηρεί όλο εκείνο τον πλούτο που την έκανε κάποτε ελκυστικό και περιζήτητο τουριστικό προορισµό. Μ’ άλλα λόγια η ύφεση θα οφειλόταν µόνο στη σηµερινή συγκυρία της κρίσης. Η αλήθεια όµως είναι διαφορετική. Αυτό που για χρόνια θεωρήθηκε ανάπτυξη, έφτασε να υπερβεί τη φέρουσα ικανότητα της ελληνικής γης. Τα πανέµορφα ελληνικά νησιά έχουν πλέον πλήρως αστικοποιηθεί, οι πάλαι ποτέ µαγικές παραλίες έχουν καταληφθεί από ξενοδοχειακά συγκροτήµατα, τα δάση έχουν καεί ή καταπατηθεί, η βιοποικιλότητα φθίνει και το µοναδικό φυσικό περιβάλλον έχει σηµαντικά υποβαθµιστεί. Η αυτοκαταστροφική τουριστική ανάπτυξη του µπετόν, του γκολφ και του… µπέικον τείνει να απαξιώσει τα άλλοτε συγκριτικά µας πλεονεκτήµατα.

ΑΝ τέλος υπήρχε στη χώρα µας ισόρροπη ανάπτυξη, εξίσου ισόρροπη θα έπρεπε να είναι και η κατανοµή των προτιµήσεων των υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις. Με αποτέλεσµα να ανεβαίνουν οι βάσεις και σε σχολές που οδηγούν σε επαγγέλµατα σχετικά µε την αγροτική ανάπτυξη, τον τουρισµό και το περιβάλλον. Αντίθετα, στη δική µας περίπτωση περιζήτητες είναι οι λεγόµενες δηµοσιοϋπαλληλικές σχολές, ενώ δεν προτιµώνται εκείνες που οδηγούν σε επαγγέλµατα χρήσιµα για την ανάπτυξη και την ευηµερία.

Για µία ακόµη φορά φέτος, µία ερευνητική οµάδα από την Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ, σε πείσµα όσων απαξιώνουν τα ελληνικά πανεπιστήµια, απέσπασε το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισµό πληροφορικής.

ΑΝ το πανεπιστήµιο είχε την ευελιξία να αξιοποιεί τα προϊόντα της έρευνας και της καινοτοµίας του, ίσως η διάκριση αυτή να µην πλούτιζε µόνο το βιογραφικό των άξιων ελλήνων ερευνητών…

Ο καθηγητής Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι πρύτανης του ΑΠΘ

ΥΣΤΕΡΗΣΗ

Η παραγωγή νέου πλούτου υστερούσε συστηµατικά τα τελευταία χρόνια στη χώρα µας κι όχι µόνο σε σχέση µε την κατανάλωση