Τα επίπεδα των βιώσιμων σπερματοζωαρίων στους άνδρες μειώνονται και επιστήμονες πιστεύουν πως γνωρίζουν τον λόγο. Η στειρότητα μπορεί να αρχίζει στη μήτρα.

Αν επιστήμονες από τον Αρη μελετούσαν το αναπαραγωγικό σύστημα των ανδρών, πιθανόν να κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το είδος πρόκειται να εξαλειφθεί σύντομα. Σε σύγκριση με άλλα θηλαστικά, οι άνθρωποι παράγουν σχετικά χαμηλό αριθμό βιώσιμων σπερματοζωαρίων – δηλαδή σπερματοζωαρίων ικανών να κολυμπήσουν αρκετά για να καταφέρουν να διεισδύσουν σε ένα ωάριο.

Ενας στους πέντε υγιείς νεαρούς ηλικίας 18- 25 ετών παράγει μη φυσιολογικό αριθμό σπερματοζωαρίων. Αλλά ακόμη κι αυτά που παράγει, είναι συχνά κακής ποιότητας. Ουσιαστικά, μόνο 5%- 15% των σπερματοζωαρίων αυτών των νεαρών ανδρών κατά μέσο όρο μπορούν να χαρακτηριστούν «φυσιολογικά» βάσει των αυστηρών κανονισμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Σε αντίθεση, φυσιολογικό είναι πάνω από το 90% των σπερματοζωαρίων ενός ταύρου, ενός κριαριού ή ακόμη κι ενός ποντικού του εργαστηρίου.

Οι άνδρες παρουσιάζουν επίσης δυσανάλογα υψηλή συχνότητα αναπαραγωγικών προβλημάτων, από συγγενή ελαττώματα και μη κατελθόντες όρχεις (κρυψορχία) μέχρι καρκίνο και ανικανότητα. Καθώς τα προβλήματα αυτά επηρεάζουν επίσης τη γονιμότητα, το γεγονός ότι οι άνδρες μπορούν και κάνουν παιδιά μπορεί να θεωρηθεί ένα μικρό θαύμα- για την ακρίβεια, ολοένα και περισσότεροι άνδρες μένουν άτεκνοι. Στα ζευγάρια (ένα στα επτά) που χαρακτηρίζονται μη γόνιμα, ο «ανδρικός παράγων» είναι συνηθέστερα υπεύθυνος. Κώδων κινδύνου

Την ερχόμενη χρονιά θα είναι η 20ή επέτειος από τη διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας κατά την οποία ο δανός καθηγητής Νιλς Σκάκεμπεκ του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης έκρουσε για πρώτη φορά τον κώδωνα του κινδύνου για το γεγονός ότι ο δυτικός άνδρας αντιμετωπίζει πρόβλημα γονιμότητας. Ο καθηγητής παρουσίασε δεδομένα που έδειχναν ότι ο αριθμός των σπερματοζωαρίων μειώθηκε τα τελευταία 50 χρόνια περίπου στο μισό. Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων ήταν τη δεκαετία του 1940 πολύ πάνω από 100 εκατομμύρια σπερματοζωάρια ανά χιλιοστόγραμμο σπέρματος. Ο καθηγητής Σκάκεμπεκ διαπίστωσε ότι το 1981 είχαν μειωθεί κατά μέσο όρο σε περίπου 60 εκατ. ανά χιλιοστόγραμμο. Από άλλες έρευνες διαπιστώθηκε πως 15%-20% των νέων ανδρών έχουν τώρα λιγότερα από 20 εκατ. σπερματοζωάρια ανά χιλιοστόγραμμο, αναλογία που χαρακτηρίζεται μη φυσιολογική. Σε αντίθεση, ένας ταύρος έχει δισεκατομμύρια βιώσιμα σπερματοζωάρια ανά χιλιοστόγραμμο σπέρματος.

Σήμερα όλο και περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν πως ό,τι κι αν είναι αυτό που εντείνει τα προβλήματα της ανδρικής στειρότητας, είναι πιθανόν να αρχίζει στη μήτρα. Δεν είναι το λαϊφστάιλ των ανδρών που δημιουργεί το πρόβλημα, αλλά το λαϊφστάιλ των μητέρων τους.

Η κρίσιμη περίοδος

Η διαδικασία της παραγωγής σπέρματος αρχίζει στην εφηβεία, όμως οι βάσεις έχουν ήδη τεθεί στους λίγους μήνες πριν και αμέσως μετά τον τοκετό. Σε αυξανόμενο αριθμό μελετών επισημαίνεται μια κρίσιμη περίοδος στην εξέλιξη των όρχεων, η οποία αρχίζει από όταν το έμβρυο μεγαλώνει και τελειώνει τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του. Αν υπάρξει παρέμβαση εκείνο το διάστημα, το μωρό θα γίνει ένας υπογόνιμος άνδρας.

Γιατί λοιπόν τόσο πολλοί άνδρες υποφέρουν σήμερα από αναπαραγωγικά προβλήματα;

«Το γεγονός οφείλεται πιθανότατα στο ότι πολλές αλλαγές στο περιβάλλον και το λαϊφστάιλ που σημειώθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια ήταν βλαβερές για την παραγωγή σπέρματος» λέει ο καθηγητής Ρίτσαρντ Σαρπ, ειδικός σε θέματα γονιμότητας στο βρετανικό Συμβούλιο Ιατρικής Ερευνας. «Μπορεί να συντρέχουν διαφορετικοί παράγοντες, οι οποίοι να δημιουργούν ένα συνδυαστικό αποτέλεσμα». Μεγάλος αριθμός ερευνών εντοπίζει σχέση ανάμεσα στην πρώιμη ανάπτυξη στη μήτρα και τα ανδρικά αναπαραγωγικά προβλήματα αργότερα, ιδιαίτερα τον χαμηλό αριθμό σπερματοζωαρίων. Για παράδειγμα, άνδρες των οποίων οι μητέρες είχαν εκτεθεί όταν ήταν έγκυοι σε υψηλά επίπεδα τοξικών διοξινών ως αποτέλεσμα του βιομηχανικού δυστυχήματος του 1976 στο Σεβέζο της Ιταλίας, έχει διαπιστωθεί πως έχουν σπερματοζωάρια λιγότερα από τον μέσο όρο. Ομως άνδρες που εκτέθηκαν σε διοξίνες ως ενήλικοι δεν παρουσίασαν τέτοιο πρόβλημα.