«Είμαι ελευθεριάζουσα στο σεξ, αλλάσίγουρα δεν υπήρξα ποτέ συναισθηματικά άστατη». Δήλωση της Κατρίν Μιγιέ, η οποία αφού περιέγραψε με μεγάλη ακρίβεια τις αμέτρητες παραλλαγές των ερωτικών περιπετειών της στη Σεξουαλική ζωή της Κατρίν Μ. (Κέδρος), έρχεται μια επταετία αργότερα να μιλήσει για τη ζήλια που την κατέλαβε απέναντι στον συγγραφέα Ζακ Ανρίκ, σύντροφό της τα τελευταία 30 χρόνια. Πιο καλογραμμένο και πιο ενδιαφέρον, το καινούργιο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Ζήλια (Κέδρος, πολύ καλή μετάφραση του Αθ. Κυριαζόπουλου) επικεντρώνεται όχι πια στις παρτούζες της, ούτε στο όργιο των σαρκικών ηδονών, αλλά στους αυνανισμούς της και στον εφιάλτη της οδύνης της. Αυτή η 53χρονη τότε τεχνοκριτικός με το αδιαμφισβήτητο κοινωνικό κύρος, η ειδικός του Νταλί, του Κλάιν κ.ά. και διευθύντρια εικαστικού περιοδικού, είχε προκαλέσει σοκ (και πούλησε 1,2 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως) αποκαλύπτοντας τι έκανε με τους περιστασιακούς εραστές της και πώς παιρνόταν με αγνώστους σε υπόγεια πάρκινγκ ή νεκροταφεία, σε πατάρια γκαλερί ή δάση, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ενοχές, χωρίς αισθήματα. Και τώρα, η ίδια αυτή γυναίκα, 60άρα πια, εκθέτει την κάθοδό της στην κόλαση όταν ανακάλυψε ότι και ο σύντροφός της είχε μια κρυφή ζωή. Η Μιγιέ δεν φοβάται ότι αυτός θα την εγκαταλείψει, δεν τον ψέγει, ούτε σταματά να έχει σαρκική επαφή μαζί του, αλλά αισθάνεται αποκλεισμένη από τα ερωτικά του δρώμενα, δαιμονίζεται, και καταρρέει. Ο αναγνώστης την παρακολουθεί βήμα βήμα να βρίσκει τον επίμαχο φάκελο με τις φωτογραφίες μιας άγνωστης, να ψάχνει στα χαρτιά του, να ελέγχει τα πηγαινέλα του, να παθαίνει ταχυπαλμίες και κρίσεις άγχους, να αυνανίζεται ενώ τον φαντασιώνεται με άλλες, να φτάνει σε οργασμό σκηνοθετώντας με το μυαλό της διάφορες πριαπικές επιδόσεις του, να παίρνει αγχολυτικά, να τον εξαντλεί σε διερευνητικές ερωτήσεις με τηλεφωνήματα, γράμματα ή «ανακρίσεις», να κλαίει, να ψάχνει το παρελθόν της για να βρει την εξήγηση της νοσηρής περιέργειάς της, να αναλύει διεξοδικά τις αντιφατικές σκέψεις της και την εθελοτυφλία της ώς τότε. Όλα αυτά σε μια γλώσσα κομψή, διαυγή, καλλιεργημένη, με πολύ περισσότερες αποχρώσεις απ΄ ό,τι στην ουδέτερη και ωμή Κατρίν Μ. Γεμάτο στιγμιότυπα κωμειδυλλιακού χαρακτήρα μεταφερμένα στον χώρο του πορνό, το βιβλίο της λειτουργεί σαν μεθοδική εξερεύνηση μιας αρρώστιας του μυαλού, αλλά και σαν σπαρακτικό ερωτικό τραγούδι προς έναν άντρα μυθοποιημένο, με τον οποίο… εξακολουθεί να ζει.

Κι αυτός; Ο αναγνώστης δεν μαθαίνει πολλά για την ψυχολογία του Ζακ Ανρίκ, τι τον γοήτευσε στις άλλες ή τι ζητούσε. Μονάχα ότι γνώριζε την ελευθεριάζουσα ιδιοσυγκρασία της, ότι της είχε μιλήσει για επιπτώσεις και ότι από τη στιγμή που αποφάσισαν να συζήσουν εκείνη έπαψε να του διηγείται τις σεξουαλικές εξορμήσεις της κι εκείνος να ρωτάει. Ο Ανρίκ ποτέ δεν υπονόησε πως αγαπά μια άλλη, όμως ένιωθε «λεηλατημένος» και «συντετριμμένος» από τις επιδρομές της στον ιδιωτικό του χώρο. Προσωπικότητα πιο ισορροπημένη, υπενθυμίζει στη Μιγιέ τα δικά της- ότι για μεγάλα διαστήματα οι πόθοι της την τραβούσαν μακριά του- και δεν δείχνει να κατανοεί την κρίση της, ωστόσο προσπαθεί να καταξιώσει την κοινή ζωή τους και τις στιγμές της σεξουαλικής ευτυχίας τους. Και το αποκορύφωμα: όταν, μετά την κρίση, εκείνη εκδίδει την Κατρίν Μ., εκείνος γράφει τους Μύθους της Κατρίν Μ.,

όπου παρουσιάζει τις ιδιωτικές γυμνές φωτογραφίες που τής τραβούσε, επισημαίνοντας ότι αυτή ενέπνευσε όλες τις γυναικείες ηρωίδες του.

Τι ωραία που τα λένε οι κουλτουριάρηδες! Η κρίση στον δεσμό της Κατρίν και του Ζακ κράτησε τρία χρόνια, και κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι τους προκάλεσε ασφυξία. Κι όμως κλείνοντας αυτό το βιβλίο, η προσωπική μου αίσθηση είναι ότι δεν παρακολούθησα παρά διανοουμενίστικους ακκισμούς, τόσο σε επίπεδο βιωμάτων όσο και σε επίπεδο γραφής- κάτι που δεν συμβαίνει με τα σχετικά λογοτεχνικά κείμενα του Ρομπ-Γκριγιέ ή του Χαβιέρ Μαρίας. Η Ζήλια μού φάνηκε περισσότερο επιδειξιομανής παρά εξομολογητική, και δεν είναι τυχαίο ότι η Μιγιέ άρχισε να λυτρώνεται από τη στιγμή που αποφάσισε να αυτοβιογραφηθεί ως πρωταγωνίστρια του πόθου. Η συμπεριφορά της είναι εντέλει φαλλοκρατική- ή έστω αιδοιοκρατικήκαι επιστρατεύει ατελείωτες και βαρετές θεωρητικούρες για να δικαιολογήσει τον «σεξουαλικό νομαδισμό» της. Δεν είναι, λέει, «σεξομανής» αλλά πολύ «πιο διαθέσιμη» από άλλες, και διαχωρίζει το «σώμα» της από το «είναι» της. Έχει, εξηγεί, ένα «σώμα-ενδιαίτημα» το οποίο «μεταφέρω σαν οστρακόδερμο και μού δημιουργεί υποχρεώσεις», και ένα «σχεσιακό σώμα» που «αναθέτω στους άλλους (ερωτικούς συντρόφους) τη φροντίδα να το διαμορφώσουν». Δεν αυτοπαρουσιάζεται λοιπόν ποτέ ως «απατημένη» ή «προδομένη», αλλά μόνο ως «αποκλεισμένη», όμως διεκδικεί όσα θα διεκδικούσε μια πιστή σύζυγος. Και δεν προφέρει τη λέξη «αγάπη» παρά μία μόνο φορά, προκειμένου να μάς πει ότι χρειάστηκαν πλήθος χρόνια-χάδια-συζητήσεις «για να ταυτοποιήσω το αίσθημα που ένιωθα για τον Ζακ με τον “έρωτα”». Το αίτημα της πίστης ήταν για εκείνην μπουρζουάδικο και μπανάλ, αλλά να που έπεσε στην παγίδα των λέξεων και των συμπεριφορών-κλισέ, τις οποίες απέρριπτε θεωρητικά αλλά επιθυμούσε ψυχικά. Με όλη την αλαζονεία της απελευθερωμένης και την αλαζονεία της κριτικού, δεν απέφυγε εντέλει να γελοιοποιηθεί. Και το βιβλίο της κατέληξε πολιτικά ορθό και άνοστο.